Ancient Greek-English Dictionary Language

διαχειρίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαχειρίζω διαχειριῶ

Structure: διαχειρίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to have in hand, conduct, manage, administer

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαχειρίζω διαχειρίζεις διαχειρίζει
Dual διαχειρίζετον διαχειρίζετον
Plural διαχειρίζομεν διαχειρίζετε διαχειρίζουσιν*
SubjunctiveSingular διαχειρίζω διαχειρίζῃς διαχειρίζῃ
Dual διαχειρίζητον διαχειρίζητον
Plural διαχειρίζωμεν διαχειρίζητε διαχειρίζωσιν*
OptativeSingular διαχειρίζοιμι διαχειρίζοις διαχειρίζοι
Dual διαχειρίζοιτον διαχειριζοίτην
Plural διαχειρίζοιμεν διαχειρίζοιτε διαχειρίζοιεν
ImperativeSingular διαχείριζε διαχειριζέτω
Dual διαχειρίζετον διαχειριζέτων
Plural διαχειρίζετε διαχειριζόντων, διαχειριζέτωσαν
Infinitive διαχειρίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαχειριζων διαχειριζοντος διαχειριζουσα διαχειριζουσης διαχειριζον διαχειριζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαχειρίζομαι διαχειρίζει, διαχειρίζῃ διαχειρίζεται
Dual διαχειρίζεσθον διαχειρίζεσθον
Plural διαχειριζόμεθα διαχειρίζεσθε διαχειρίζονται
SubjunctiveSingular διαχειρίζωμαι διαχειρίζῃ διαχειρίζηται
Dual διαχειρίζησθον διαχειρίζησθον
Plural διαχειριζώμεθα διαχειρίζησθε διαχειρίζωνται
OptativeSingular διαχειριζοίμην διαχειρίζοιο διαχειρίζοιτο
Dual διαχειρίζοισθον διαχειριζοίσθην
Plural διαχειριζοίμεθα διαχειρίζοισθε διαχειρίζοιντο
ImperativeSingular διαχειρίζου διαχειριζέσθω
Dual διαχειρίζεσθον διαχειριζέσθων
Plural διαχειρίζεσθε διαχειριζέσθων, διαχειριζέσθωσαν
Infinitive διαχειρίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαχειριζομενος διαχειριζομενου διαχειριζομενη διαχειριζομενης διαχειριζομενον διαχειριζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαχειρίω διαχειρίεις διαχειρίει
Dual διαχειρίειτον διαχειρίειτον
Plural διαχειρίουμεν διαχειρίειτε διαχειρίουσιν*
OptativeSingular διαχειρίοιμι διαχειρίοις διαχειρίοι
Dual διαχειρίοιτον διαχειριοίτην
Plural διαχειρίοιμεν διαχειρίοιτε διαχειρίοιεν
Infinitive διαχειρίειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαχειριων διαχειριουντος διαχειριουσα διαχειριουσης διαχειριουν διαχειριουντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαχειρίουμαι διαχειρίει, διαχειρίῃ διαχειρίειται
Dual διαχειρίεισθον διαχειρίεισθον
Plural διαχειριοῦμεθα διαχειρίεισθε διαχειρίουνται
OptativeSingular διαχειριοίμην διαχειρίοιο διαχειρίοιτο
Dual διαχειρίοισθον διαχειριοίσθην
Plural διαχειριοίμεθα διαχειρίοισθε διαχειρίοιντο
Infinitive διαχειρίεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαχειριουμενος διαχειριουμενου διαχειριουμενη διαχειριουμενης διαχειριουμενον διαχειριουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • κρίνει δὲ τὰσ ἀρχὰσ ἡ βουλὴ τὰσ πλείστασ, καὶ μάλισθ’ ὅσαι χρήματα διαχειρίζουσιν· (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 45 2:1)

Synonyms

  1. to have in hand

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION