Ancient Greek-English Dictionary Language

διατυπόω

ο-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διατυπόω διατυπώσω

Structure: δια (Prefix) + τυπό (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to form perfectly, to give, a lasting form, to imagine

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διατύπω διατύποις διατύποι
Dual διατύπουτον διατύπουτον
Plural διατύπουμεν διατύπουτε διατύπουσιν*
SubjunctiveSingular διατύπω διατύποις διατύποι
Dual διατύπωτον διατύπωτον
Plural διατύπωμεν διατύπωτε διατύπωσιν*
OptativeSingular διατύποιμι διατύποις διατύποι
Dual διατύποιτον διατυποίτην
Plural διατύποιμεν διατύποιτε διατύποιεν
ImperativeSingular διατῦπου διατυποῦτω
Dual διατύπουτον διατυποῦτων
Plural διατύπουτε διατυποῦντων, διατυποῦτωσαν
Infinitive διατύπουν
Participle MasculineFeminineNeuter
διατυπων διατυπουντος διατυπουσα διατυπουσης διατυπουν διατυπουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διατύπουμαι διατύποι διατύπουται
Dual διατύπουσθον διατύπουσθον
Plural διατυποῦμεθα διατύπουσθε διατύπουνται
SubjunctiveSingular διατύπωμαι διατύποι διατύπωται
Dual διατύπωσθον διατύπωσθον
Plural διατυπώμεθα διατύπωσθε διατύπωνται
OptativeSingular διατυποίμην διατύποιο διατύποιτο
Dual διατύποισθον διατυποίσθην
Plural διατυποίμεθα διατύποισθε διατύποιντο
ImperativeSingular διατύπου διατυποῦσθω
Dual διατύπουσθον διατυποῦσθων
Plural διατύπουσθε διατυποῦσθων, διατυποῦσθωσαν
Infinitive διατύπουσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διατυπουμενος διατυπουμενου διατυπουμενη διατυπουμενης διατυπουμενον διατυπουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διατυπώσω διατυπώσεις διατυπώσει
Dual διατυπώσετον διατυπώσετον
Plural διατυπώσομεν διατυπώσετε διατυπώσουσιν*
OptativeSingular διατυπώσοιμι διατυπώσοις διατυπώσοι
Dual διατυπώσοιτον διατυπωσοίτην
Plural διατυπώσοιμεν διατυπώσοιτε διατυπώσοιεν
Infinitive διατυπώσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διατυπωσων διατυπωσοντος διατυπωσουσα διατυπωσουσης διατυπωσον διατυπωσοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διατυπώσομαι διατυπώσει, διατυπώσῃ διατυπώσεται
Dual διατυπώσεσθον διατυπώσεσθον
Plural διατυπωσόμεθα διατυπώσεσθε διατυπώσονται
OptativeSingular διατυπωσοίμην διατυπώσοιο διατυπώσοιτο
Dual διατυπώσοισθον διατυπωσοίσθην
Plural διατυπωσοίμεθα διατυπώσοισθε διατυπώσοιντο
Infinitive διατυπώσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διατυπωσομενος διατυπωσομενου διατυπωσομενη διατυπωσομενης διατυπωσομενον διατυπωσομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὅλωσ γὰρ ἐπινόησόν μοι καὶ τῷ λογισμῷ διατύπωσον ποικιλωτάτην τινὰ ψυχῆσ κρᾶσιν ἐκ ψεύδουσ καὶ δόλων καὶ ἐπιορκιῶν καὶ κακοτεχνιῶν συγκειμένην, ῥᾳδίαν, τολμηράν, παράβολον, φιλόπονον ἐξεργάσασθαι τὰ νοηθέντα, καὶ πιθανὴν καὶ ἀξιόπιστον καὶ ὑκοκριτικὴν τοῦ βελτίονοσ καὶ τῷ ἐναντιωτάτῳ τῆσ βουλήσεωσ ἐοικυῖαν. (Lucian, Alexander, (no name) 4:9)

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION