Ancient Greek-English Dictionary Language

διατοξεύσιμος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: διατοξεύσιμος διατοξεύσιμον

Structure: διατοξευσιμ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: toce/uw

Sense

  1. that can be shot across, within arrow-shot

Examples

  • ταῦτα δ’ εἰπὼν καὶ θαρρεῖν κελεύσασ τόν τε ποταμὸν διέβαινε καὶ πρῶτοσ ἐπὶ τοὺσ πολεμίουσ ἡγεῖτο, θώρακα μὲν ἔχων σιδηροῦν φολιδωτὸν ἀποστίλβοντα, κροσσωτὴν δὲ ἐφεστρίδα, τὸ δὲ ξίφοσ αὐτόθεν ὑποφαίνων γυμνόν, ὡσ εὐθὺσ εἰσ χεῖρασ ἱέσθαι δέον ἑκηβόλοισ ἀνδράσι καὶ συναιρεῖν τὴν διατοξεύσιμον χώραν τῷ τάχει τῆσ ἐπαγωγῆσ. (Plutarch, Lucullus, chapter 28 1:1)

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION