헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαρροθέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαρροθέω διαρροθήσω

형태분석: διαρροθέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 혼을 불어넣다, 야기시키다, 고무하다, 영감을 주다
  1. to roar through, to inspire, by clamour

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαρρόθω

(나는) 혼을 불어넣는다

διαρρόθεις

(너는) 혼을 불어넣는다

διαρρόθει

(그는) 혼을 불어넣는다

쌍수 διαρρόθειτον

(너희 둘은) 혼을 불어넣는다

διαρρόθειτον

(그 둘은) 혼을 불어넣는다

복수 διαρρόθουμεν

(우리는) 혼을 불어넣는다

διαρρόθειτε

(너희는) 혼을 불어넣는다

διαρρόθουσιν*

(그들은) 혼을 불어넣는다

접속법단수 διαρρόθω

(나는) 혼을 불어넣자

διαρρόθῃς

(너는) 혼을 불어넣자

διαρρόθῃ

(그는) 혼을 불어넣자

쌍수 διαρρόθητον

(너희 둘은) 혼을 불어넣자

διαρρόθητον

(그 둘은) 혼을 불어넣자

복수 διαρρόθωμεν

(우리는) 혼을 불어넣자

διαρρόθητε

(너희는) 혼을 불어넣자

διαρρόθωσιν*

(그들은) 혼을 불어넣자

기원법단수 διαρρόθοιμι

(나는) 혼을 불어넣기를 (바라다)

διαρρόθοις

(너는) 혼을 불어넣기를 (바라다)

διαρρόθοι

(그는) 혼을 불어넣기를 (바라다)

쌍수 διαρρόθοιτον

(너희 둘은) 혼을 불어넣기를 (바라다)

διαρροθοίτην

(그 둘은) 혼을 불어넣기를 (바라다)

복수 διαρρόθοιμεν

(우리는) 혼을 불어넣기를 (바라다)

διαρρόθοιτε

(너희는) 혼을 불어넣기를 (바라다)

διαρρόθοιεν

(그들은) 혼을 불어넣기를 (바라다)

명령법단수 διαρρο͂θει

(너는) 혼을 불어넣어라

διαρροθεῖτω

(그는) 혼을 불어넣어라

쌍수 διαρρόθειτον

(너희 둘은) 혼을 불어넣어라

διαρροθεῖτων

(그 둘은) 혼을 불어넣어라

복수 διαρρόθειτε

(너희는) 혼을 불어넣어라

διαρροθοῦντων, διαρροθεῖτωσαν

(그들은) 혼을 불어넣어라

부정사 διαρρόθειν

혼을 불어넣는 것

분사 남성여성중성
διαρροθων

διαρροθουντος

διαρροθουσα

διαρροθουσης

διαρροθουν

διαρροθουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαρρόθουμαι

(나는) 혼을 불어넣여진다

διαρρόθει, διαρρόθῃ

(너는) 혼을 불어넣여진다

διαρρόθειται

(그는) 혼을 불어넣여진다

쌍수 διαρρόθεισθον

(너희 둘은) 혼을 불어넣여진다

διαρρόθεισθον

(그 둘은) 혼을 불어넣여진다

복수 διαρροθοῦμεθα

(우리는) 혼을 불어넣여진다

διαρρόθεισθε

(너희는) 혼을 불어넣여진다

διαρρόθουνται

(그들은) 혼을 불어넣여진다

접속법단수 διαρρόθωμαι

(나는) 혼을 불어넣여지자

διαρρόθῃ

(너는) 혼을 불어넣여지자

διαρρόθηται

(그는) 혼을 불어넣여지자

쌍수 διαρρόθησθον

(너희 둘은) 혼을 불어넣여지자

διαρρόθησθον

(그 둘은) 혼을 불어넣여지자

복수 διαρροθώμεθα

(우리는) 혼을 불어넣여지자

διαρρόθησθε

(너희는) 혼을 불어넣여지자

διαρρόθωνται

(그들은) 혼을 불어넣여지자

기원법단수 διαρροθοίμην

(나는) 혼을 불어넣여지기를 (바라다)

διαρρόθοιο

(너는) 혼을 불어넣여지기를 (바라다)

διαρρόθοιτο

(그는) 혼을 불어넣여지기를 (바라다)

쌍수 διαρρόθοισθον

(너희 둘은) 혼을 불어넣여지기를 (바라다)

διαρροθοίσθην

(그 둘은) 혼을 불어넣여지기를 (바라다)

복수 διαρροθοίμεθα

(우리는) 혼을 불어넣여지기를 (바라다)

διαρρόθοισθε

(너희는) 혼을 불어넣여지기를 (바라다)

διαρρόθοιντο

(그들은) 혼을 불어넣여지기를 (바라다)

명령법단수 διαρρόθου

(너는) 혼을 불어넣여져라

διαρροθεῖσθω

(그는) 혼을 불어넣여져라

쌍수 διαρρόθεισθον

(너희 둘은) 혼을 불어넣여져라

διαρροθεῖσθων

(그 둘은) 혼을 불어넣여져라

복수 διαρρόθεισθε

(너희는) 혼을 불어넣여져라

διαρροθεῖσθων, διαρροθεῖσθωσαν

(그들은) 혼을 불어넣여져라

부정사 διαρρόθεισθαι

혼을 불어넣여지는 것

분사 남성여성중성
διαρροθουμενος

διαρροθουμενου

διαρροθουμενη

διαρροθουμενης

διαρροθουμενον

διαρροθουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαρροθήσω

(나는) 혼을 불어넣겠다

διαρροθήσεις

(너는) 혼을 불어넣겠다

διαρροθήσει

(그는) 혼을 불어넣겠다

쌍수 διαρροθήσετον

(너희 둘은) 혼을 불어넣겠다

διαρροθήσετον

(그 둘은) 혼을 불어넣겠다

복수 διαρροθήσομεν

(우리는) 혼을 불어넣겠다

διαρροθήσετε

(너희는) 혼을 불어넣겠다

διαρροθήσουσιν*

(그들은) 혼을 불어넣겠다

기원법단수 διαρροθήσοιμι

(나는) 혼을 불어넣겠기를 (바라다)

διαρροθήσοις

(너는) 혼을 불어넣겠기를 (바라다)

διαρροθήσοι

(그는) 혼을 불어넣겠기를 (바라다)

쌍수 διαρροθήσοιτον

(너희 둘은) 혼을 불어넣겠기를 (바라다)

διαρροθησοίτην

(그 둘은) 혼을 불어넣겠기를 (바라다)

복수 διαρροθήσοιμεν

(우리는) 혼을 불어넣겠기를 (바라다)

διαρροθήσοιτε

(너희는) 혼을 불어넣겠기를 (바라다)

διαρροθήσοιεν

(그들은) 혼을 불어넣겠기를 (바라다)

부정사 διαρροθήσειν

혼을 불어넣을 것

분사 남성여성중성
διαρροθησων

διαρροθησοντος

διαρροθησουσα

διαρροθησουσης

διαρροθησον

διαρροθησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαρροθήσομαι

(나는) 혼을 불어넣여지겠다

διαρροθήσει, διαρροθήσῃ

(너는) 혼을 불어넣여지겠다

διαρροθήσεται

(그는) 혼을 불어넣여지겠다

쌍수 διαρροθήσεσθον

(너희 둘은) 혼을 불어넣여지겠다

διαρροθήσεσθον

(그 둘은) 혼을 불어넣여지겠다

복수 διαρροθησόμεθα

(우리는) 혼을 불어넣여지겠다

διαρροθήσεσθε

(너희는) 혼을 불어넣여지겠다

διαρροθήσονται

(그들은) 혼을 불어넣여지겠다

기원법단수 διαρροθησοίμην

(나는) 혼을 불어넣여지겠기를 (바라다)

διαρροθήσοιο

(너는) 혼을 불어넣여지겠기를 (바라다)

διαρροθήσοιτο

(그는) 혼을 불어넣여지겠기를 (바라다)

쌍수 διαρροθήσοισθον

(너희 둘은) 혼을 불어넣여지겠기를 (바라다)

διαρροθησοίσθην

(그 둘은) 혼을 불어넣여지겠기를 (바라다)

복수 διαρροθησοίμεθα

(우리는) 혼을 불어넣여지겠기를 (바라다)

διαρροθήσοισθε

(너희는) 혼을 불어넣여지겠기를 (바라다)

διαρροθήσοιντο

(그들은) 혼을 불어넣여지겠기를 (바라다)

부정사 διαρροθήσεσθαι

혼을 불어넣여질 것

분사 남성여성중성
διαρροθησομενος

διαρροθησομενου

διαρροθησομενη

διαρροθησομενης

διαρροθησομενον

διαρροθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδιαρρο͂θουν

(나는) 혼을 불어넣고 있었다

ἐδιαρρο͂θεις

(너는) 혼을 불어넣고 있었다

ἐδιαρρο͂θειν*

(그는) 혼을 불어넣고 있었다

쌍수 ἐδιαρρόθειτον

(너희 둘은) 혼을 불어넣고 있었다

ἐδιαρροθεῖτην

(그 둘은) 혼을 불어넣고 있었다

복수 ἐδιαρρόθουμεν

(우리는) 혼을 불어넣고 있었다

ἐδιαρρόθειτε

(너희는) 혼을 불어넣고 있었다

ἐδιαρρο͂θουν

(그들은) 혼을 불어넣고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδιαρροθοῦμην

(나는) 혼을 불어넣여지고 있었다

ἐδιαρρόθου

(너는) 혼을 불어넣여지고 있었다

ἐδιαρρόθειτο

(그는) 혼을 불어넣여지고 있었다

쌍수 ἐδιαρρόθεισθον

(너희 둘은) 혼을 불어넣여지고 있었다

ἐδιαρροθεῖσθην

(그 둘은) 혼을 불어넣여지고 있었다

복수 ἐδιαρροθοῦμεθα

(우리는) 혼을 불어넣여지고 있었다

ἐδιαρρόθεισθε

(너희는) 혼을 불어넣여지고 있었다

ἐδιαρρόθουντο

(그들은) 혼을 불어넣여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION