Ancient Greek-English Dictionary Language

διαρθρόω

ο-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαρθρόω διαρθρώσω

Structure: δι (Prefix) + ἀρθρό (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to divide by joints, to articulate, well-jointed, well-knit
  2. to endue with articulate speech, invented articulate
  3. to complete in detail

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διάρθρω διάρθροις διάρθροι
Dual διάρθρουτον διάρθρουτον
Plural διάρθρουμεν διάρθρουτε διάρθρουσιν*
SubjunctiveSingular διάρθρω διάρθροις διάρθροι
Dual διάρθρωτον διάρθρωτον
Plural διάρθρωμεν διάρθρωτε διάρθρωσιν*
OptativeSingular διάρθροιμι διάρθροις διάρθροι
Dual διάρθροιτον διαρθροίτην
Plural διάρθροιμεν διάρθροιτε διάρθροιεν
ImperativeSingular διᾶρθρου διαρθροῦτω
Dual διάρθρουτον διαρθροῦτων
Plural διάρθρουτε διαρθροῦντων, διαρθροῦτωσαν
Infinitive διάρθρουν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαρθρων διαρθρουντος διαρθρουσα διαρθρουσης διαρθρουν διαρθρουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διάρθρουμαι διάρθροι διάρθρουται
Dual διάρθρουσθον διάρθρουσθον
Plural διαρθροῦμεθα διάρθρουσθε διάρθρουνται
SubjunctiveSingular διάρθρωμαι διάρθροι διάρθρωται
Dual διάρθρωσθον διάρθρωσθον
Plural διαρθρώμεθα διάρθρωσθε διάρθρωνται
OptativeSingular διαρθροίμην διάρθροιο διάρθροιτο
Dual διάρθροισθον διαρθροίσθην
Plural διαρθροίμεθα διάρθροισθε διάρθροιντο
ImperativeSingular διάρθρου διαρθροῦσθω
Dual διάρθρουσθον διαρθροῦσθων
Plural διάρθρουσθε διαρθροῦσθων, διαρθροῦσθωσαν
Infinitive διάρθρουσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαρθρουμενος διαρθρουμενου διαρθρουμενη διαρθρουμενης διαρθρουμενον διαρθρουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαρθρώσω διαρθρώσεις διαρθρώσει
Dual διαρθρώσετον διαρθρώσετον
Plural διαρθρώσομεν διαρθρώσετε διαρθρώσουσιν*
OptativeSingular διαρθρώσοιμι διαρθρώσοις διαρθρώσοι
Dual διαρθρώσοιτον διαρθρωσοίτην
Plural διαρθρώσοιμεν διαρθρώσοιτε διαρθρώσοιεν
Infinitive διαρθρώσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαρθρωσων διαρθρωσοντος διαρθρωσουσα διαρθρωσουσης διαρθρωσον διαρθρωσοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαρθρώσομαι διαρθρώσει, διαρθρώσῃ διαρθρώσεται
Dual διαρθρώσεσθον διαρθρώσεσθον
Plural διαρθρωσόμεθα διαρθρώσεσθε διαρθρώσονται
OptativeSingular διαρθρωσοίμην διαρθρώσοιο διαρθρώσοιτο
Dual διαρθρώσοισθον διαρθρωσοίσθην
Plural διαρθρωσοίμεθα διαρθρώσοισθε διαρθρώσοιντο
Infinitive διαρθρώσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαρθρωσομενος διαρθρωσομενου διαρθρωσομενη διαρθρωσομενης διαρθρωσομενον διαρθρωσομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐπὶ δὲ τῶν θηλυκῶν ἐν διμήνῳ διαρθροῦσθαι ἐν τετραμήνῳ δὲ τελειοῦσθαι διὰ ἐνδεῖν τοῦ θερμοῦ· (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 5, 2:4)

Synonyms

  1. to complete in detail

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION