Ancient Greek-English Dictionary Language

διαμιστύλλω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διαμιστύλλω διεμιστυλα

Structure: δια (Prefix) + μιστύλλ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to cut up piecemeal

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαμιστύλλω διαμιστύλλεις διαμιστύλλει
Dual διαμιστύλλετον διαμιστύλλετον
Plural διαμιστύλλομεν διαμιστύλλετε διαμιστύλλουσιν*
SubjunctiveSingular διαμιστύλλω διαμιστύλλῃς διαμιστύλλῃ
Dual διαμιστύλλητον διαμιστύλλητον
Plural διαμιστύλλωμεν διαμιστύλλητε διαμιστύλλωσιν*
OptativeSingular διαμιστύλλοιμι διαμιστύλλοις διαμιστύλλοι
Dual διαμιστύλλοιτον διαμιστυλλοίτην
Plural διαμιστύλλοιμεν διαμιστύλλοιτε διαμιστύλλοιεν
ImperativeSingular διαμίστυλλε διαμιστυλλέτω
Dual διαμιστύλλετον διαμιστυλλέτων
Plural διαμιστύλλετε διαμιστυλλόντων, διαμιστυλλέτωσαν
Infinitive διαμιστύλλειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαμιστυλλων διαμιστυλλοντος διαμιστυλλουσα διαμιστυλλουσης διαμιστυλλον διαμιστυλλοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαμιστύλλομαι διαμιστύλλει, διαμιστύλλῃ διαμιστύλλεται
Dual διαμιστύλλεσθον διαμιστύλλεσθον
Plural διαμιστυλλόμεθα διαμιστύλλεσθε διαμιστύλλονται
SubjunctiveSingular διαμιστύλλωμαι διαμιστύλλῃ διαμιστύλληται
Dual διαμιστύλλησθον διαμιστύλλησθον
Plural διαμιστυλλώμεθα διαμιστύλλησθε διαμιστύλλωνται
OptativeSingular διαμιστυλλοίμην διαμιστύλλοιο διαμιστύλλοιτο
Dual διαμιστύλλοισθον διαμιστυλλοίσθην
Plural διαμιστυλλοίμεθα διαμιστύλλοισθε διαμιστύλλοιντο
ImperativeSingular διαμιστύλλου διαμιστυλλέσθω
Dual διαμιστύλλεσθον διαμιστυλλέσθων
Plural διαμιστύλλεσθε διαμιστυλλέσθων, διαμιστυλλέσθωσαν
Infinitive διαμιστύλλεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαμιστυλλομενος διαμιστυλλομενου διαμιστυλλομενη διαμιστυλλομενης διαμιστυλλομενον διαμιστυλλομενου

Imperfect tense

Aorist tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διεμίστυλα διεμίστυλας διεμίστυλεν*
Dual διεμιστύλατον διεμιστυλάτην
Plural διεμιστύλαμεν διεμιστύλατε διεμίστυλαν
SubjunctiveSingular διαμιστύλω διαμιστύλῃς διαμιστύλῃ
Dual διαμιστύλητον διαμιστύλητον
Plural διαμιστύλωμεν διαμιστύλητε διαμιστύλωσιν*
OptativeSingular διαμιστύλαιμι διαμιστύλαις διαμιστύλαι
Dual διαμιστύλαιτον διαμιστυλαίτην
Plural διαμιστύλαιμεν διαμιστύλαιτε διαμιστύλαιεν
ImperativeSingular διαμίστυλον διαμιστυλάτω
Dual διαμιστύλατον διαμιστυλάτων
Plural διαμιστύλατε διαμιστυλάντων
Infinitive διαμιστύλαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαμιστυλᾱς διαμιστυλαντος διαμιστυλᾱσα διαμιστυλᾱσης διαμιστυλαν διαμιστυλαντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διεμιστυλάμην διεμιστύλω διεμιστύλατο
Dual διεμιστύλασθον διεμιστυλάσθην
Plural διεμιστυλάμεθα διεμιστύλασθε διεμιστύλαντο
SubjunctiveSingular διαμιστύλωμαι διαμιστύλῃ διαμιστύληται
Dual διαμιστύλησθον διαμιστύλησθον
Plural διαμιστυλώμεθα διαμιστύλησθε διαμιστύλωνται
OptativeSingular διαμιστυλαίμην διαμιστύλαιο διαμιστύλαιτο
Dual διαμιστύλαισθον διαμιστυλαίσθην
Plural διαμιστυλαίμεθα διαμιστύλαισθε διαμιστύλαιντο
ImperativeSingular διαμίστυλαι διαμιστυλάσθω
Dual διαμιστύλασθον διαμιστυλάσθων
Plural διαμιστύλασθε διαμιστυλάσθων
Infinitive διαμιστύλεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαμιστυλαμενος διαμιστυλαμενου διαμιστυλαμενη διαμιστυλαμενης διαμιστυλαμενον διαμιστυλαμενου

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION