Ancient Greek-English Dictionary Language

διαμαστροπεύω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διαμαστροπεύω διαμαστροπεύσω

Structure: δια (Prefix) + μαστροπεύ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to pander, to bargain away

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαμαστροπεύω διαμαστροπεύεις διαμαστροπεύει
Dual διαμαστροπεύετον διαμαστροπεύετον
Plural διαμαστροπεύομεν διαμαστροπεύετε διαμαστροπεύουσιν*
SubjunctiveSingular διαμαστροπεύω διαμαστροπεύῃς διαμαστροπεύῃ
Dual διαμαστροπεύητον διαμαστροπεύητον
Plural διαμαστροπεύωμεν διαμαστροπεύητε διαμαστροπεύωσιν*
OptativeSingular διαμαστροπεύοιμι διαμαστροπεύοις διαμαστροπεύοι
Dual διαμαστροπεύοιτον διαμαστροπευοίτην
Plural διαμαστροπεύοιμεν διαμαστροπεύοιτε διαμαστροπεύοιεν
ImperativeSingular διαμαστρόπευε διαμαστροπευέτω
Dual διαμαστροπεύετον διαμαστροπευέτων
Plural διαμαστροπεύετε διαμαστροπευόντων, διαμαστροπευέτωσαν
Infinitive διαμαστροπεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαμαστροπευων διαμαστροπευοντος διαμαστροπευουσα διαμαστροπευουσης διαμαστροπευον διαμαστροπευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαμαστροπεύομαι διαμαστροπεύει, διαμαστροπεύῃ διαμαστροπεύεται
Dual διαμαστροπεύεσθον διαμαστροπεύεσθον
Plural διαμαστροπευόμεθα διαμαστροπεύεσθε διαμαστροπεύονται
SubjunctiveSingular διαμαστροπεύωμαι διαμαστροπεύῃ διαμαστροπεύηται
Dual διαμαστροπεύησθον διαμαστροπεύησθον
Plural διαμαστροπευώμεθα διαμαστροπεύησθε διαμαστροπεύωνται
OptativeSingular διαμαστροπευοίμην διαμαστροπεύοιο διαμαστροπεύοιτο
Dual διαμαστροπεύοισθον διαμαστροπευοίσθην
Plural διαμαστροπευοίμεθα διαμαστροπεύοισθε διαμαστροπεύοιντο
ImperativeSingular διαμαστροπεύου διαμαστροπευέσθω
Dual διαμαστροπεύεσθον διαμαστροπευέσθων
Plural διαμαστροπεύεσθε διαμαστροπευέσθων, διαμαστροπευέσθωσαν
Infinitive διαμαστροπεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαμαστροπευομενος διαμαστροπευομενου διαμαστροπευομενη διαμαστροπευομενης διαμαστροπευομενον διαμαστροπευομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαμαστροπεύσω διαμαστροπεύσεις διαμαστροπεύσει
Dual διαμαστροπεύσετον διαμαστροπεύσετον
Plural διαμαστροπεύσομεν διαμαστροπεύσετε διαμαστροπεύσουσιν*
OptativeSingular διαμαστροπεύσοιμι διαμαστροπεύσοις διαμαστροπεύσοι
Dual διαμαστροπεύσοιτον διαμαστροπευσοίτην
Plural διαμαστροπεύσοιμεν διαμαστροπεύσοιτε διαμαστροπεύσοιεν
Infinitive διαμαστροπεύσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαμαστροπευσων διαμαστροπευσοντος διαμαστροπευσουσα διαμαστροπευσουσης διαμαστροπευσον διαμαστροπευσοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαμαστροπεύσομαι διαμαστροπεύσει, διαμαστροπεύσῃ διαμαστροπεύσεται
Dual διαμαστροπεύσεσθον διαμαστροπεύσεσθον
Plural διαμαστροπευσόμεθα διαμαστροπεύσεσθε διαμαστροπεύσονται
OptativeSingular διαμαστροπευσοίμην διαμαστροπεύσοιο διαμαστροπεύσοιτο
Dual διαμαστροπεύσοισθον διαμαστροπευσοίσθην
Plural διαμαστροπευσοίμεθα διαμαστροπεύσοισθε διαμαστροπεύσοιντο
Infinitive διαμαστροπεύσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαμαστροπευσομενος διαμαστροπευσομενου διαμαστροπευσομενη διαμαστροπευσομενης διαμαστροπευσομενον διαμαστροπευσομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὀλίγῳ δὲ ὕστερον Καῖσαρ ἠγάγετο Καλπουρνίαν θυγατέρα Πείσωνοσ, τὸν δὲ Πείσωνα κατέστησεν ὕπατον εἰσ τὸ μέλλον, ἐνταῦθα δὴ καὶ σφόδρα μαρτυρομένου Κάτωνοσ καὶ βοῶντοσ οὐκ ἀνεκτὸν εἶναι, γάμοισ διαμαστροπευομένησ τῆσ ἡγεμονίασ καὶ διὰ γυναίων εἰσ ἐπαρχίασ καὶ στρατεύματα καὶ δυνάμεισ ἀλλήλουσ ἀντεισαγόντων. (Plutarch, Caesar, chapter 14 5:1)

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION