Ancient Greek-English Dictionary Language

διαλεκτική

First declension Noun; Feminine Transliteration:

Principal Part: διαλεκτική

Structure: διαλεκτικ (Stem) + η (Ending)

Sense

  1. dialectic, discussion by question and answer, invented by Zeno of Elea

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • "καὶ πάντεσ ἐπιτρίψονται αὐτῇ διαλεκτικῇ, πλὴν τό γε νῦν εἶναι οὐ θέμισ κολασθῆναί τινα· (Lucian, Icaromenippus, (no name) 31:2)
  • δὲ ὀλίγων ἔτι προσδεῖται, εἴ γε ἀληθὲσ ἐκεῖνό φησιν ἡ διαλεκτική, ὡσ τῶν ἀμέσων ἡ θατέρου ἄρσισ τὸ ἕτερον πάντωσ ἀντεισάγει. (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 32 1:1)
  • ταῦτα τοῦ Νικάνδρου διελθόντοσ, οἶσθα γὰρ δὴ Θέωνα τὸν ἑταῖρον, ἤρετο τὸν Ἀμμώνιον, εἰ διαλεκτικῇ παρρησίασ μέτεστιν οὕτω περιυβρισμένῃ ἀκηκουίᾳ· (Plutarch, De E apud Delphos, section 61)
  • "ἐν δὲ διαλεκτικῇ δήπου μεγίστην ἔχει δύναμιν ὁ συναπτικὸσ οὑτοσὶ σύνδεσμοσ, ἅτε δὴ τὸ λογικώτατον σχηματίζων ἀξίωμα · (Plutarch, De E apud Delphos, section 6 2:6)
  • "ὁρᾷσ, ὡσ ἀμύνει τῇ διαλεκτικῇ Θέων προθύμωσ, μονονοὺ τὴν λεοντῆν ἐπενδυσάμενοσ; (Plutarch, De E apud Delphos, section 71)

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION