Ancient Greek-English Dictionary Language

διαλεκτική

First declension Noun; Feminine Transliteration:

Principal Part: διαλεκτική

Structure: διαλεκτικ (Stem) + η (Ending)

Sense

  1. dialectic, discussion by question and answer, invented by Zeno of Elea

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἀναλαβόντεσ λέγωμεν περὶ γὰρ ταῦτα τὰ πολλὰ ζητήματα φυσικά τε καὶ ἠθικὰ καὶ διαλεκτικὰ τυγχάνει ὄντα. (Plutarch, De fato, section 3 1:1)
  • "οὕτω τοίνυν, ὅταν οἱ φιλόσοφοι παρὰ πότον εἰσ λεπτὰ καὶ διαλεκτικὰ προβλήματα καταδύντεσ ἐνοχλῶσι τοῖσ πολλοῖσ ἕπεσθαι μὴ δυναμένοισ, ἐκεῖνοι δὲ πάλιν ἐπ’ ᾠδάσ τινασ καὶ διηγήματα φλυαρώδη καὶ λόγουσ βαναύσουσ καὶ ἀγοραίουσ ἐμβάλλωσιν ἑαυτούσ, οἴχεται τῆσ συμποτικῆσ κοινωνίασ τὸ τέλοσ καὶ καθύβρισται ὁ Διόνυσοσ. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 1, 12:9)
  • φησὶ δ’ Ἡρακλείδησ ἐν μὲν τοῖσ δόγμασι Πλατωνικὸν εἶναι αὐτόν, διαπαίζειν δὲ τὰ διαλεκτικά· (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, B, Kef. iz'. MENEDHMOS 10:3)
  • ἀλλὰ καὶ γεωμετρικά ἐστιν αὐτοῦ καὶ διαλεκτικά. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, E, Kef. s'. HRAKLEIDHS 4:2)
  • παρ’ ᾧ καὶ τὰ διαλεκτικὰ ἐξεπόνησεν. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, ISTORIWN Z, Kef. a'. ZHNWN 25:2)

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION