고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: δακτυλόδεικτος
Structure: δακτυλοδεικτ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | δακτυλόδεικτος | δακτυλοδείκτη | δακτυλόδεικτον |
Genitive | δακτυλοδείκτου | δακτυλοδείκτης | δακτυλοδείκτου | |
Dative | δακτυλοδείκτῳ | δακτυλοδείκτῃ | δακτυλοδείκτῳ | |
Accusative | δακτυλόδεικτον | δακτυλοδείκτην | δακτυλόδεικτον | |
Vocative | δακτυλόδεικτε | δακτυλοδείκτη | δακτυλόδεικτον | |
Dual | N/A/V | δακτυλοδείκτω | δακτυλοδείκτᾱ | δακτυλοδείκτω |
G/D | δακτυλοδείκτοιν | δακτυλοδείκταιν | δακτυλοδείκτοιν | |
Plural | Nominative | δακτυλόδεικτοι | δακτυλόδεικται | δακτυλόδεικτα |
Genitive | δακτυλοδείκτων | δακτυλοδεικτῶν | δακτυλοδείκτων | |
Dative | δακτυλοδείκτοις | δακτυλοδείκταις | δακτυλοδείκτοις | |
Accusative | δακτυλοδείκτους | δακτυλοδείκτᾱς | δακτυλόδεικτα | |
Vocative | δακτυλόδεικτοι | δακτυλόδεικται | δακτυλόδεικτα |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | δακτυλόδεικτος δακτυλοδείκτου | δακτυλοδεικτότερος δακτυλοδεικτοτέρου | δακτυλοδεικτότατος δακτυλοδεικτοτάτου |
Adverb | δακτυλοδείκτως | δακτυλοδεικτότερον | δακτυλοδεικτότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기