Ancient Greek-English Dictionary Language

δακτυλοδεικτέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: δακτυλοδεικτέω

Structure: δακτυλοδεικτέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from daktulo/deiktos

Sense

  1. to point at with the finger

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δακτυλοδείκτω δακτυλοδείκτεις δακτυλοδείκτει
Dual δακτυλοδείκτειτον δακτυλοδείκτειτον
Plural δακτυλοδείκτουμεν δακτυλοδείκτειτε δακτυλοδείκτουσιν*
SubjunctiveSingular δακτυλοδείκτω δακτυλοδείκτῃς δακτυλοδείκτῃ
Dual δακτυλοδείκτητον δακτυλοδείκτητον
Plural δακτυλοδείκτωμεν δακτυλοδείκτητε δακτυλοδείκτωσιν*
OptativeSingular δακτυλοδείκτοιμι δακτυλοδείκτοις δακτυλοδείκτοι
Dual δακτυλοδείκτοιτον δακτυλοδεικτοίτην
Plural δακτυλοδείκτοιμεν δακτυλοδείκτοιτε δακτυλοδείκτοιεν
ImperativeSingular δακτυλοδεῖκτει δακτυλοδεικτεῖτω
Dual δακτυλοδείκτειτον δακτυλοδεικτεῖτων
Plural δακτυλοδείκτειτε δακτυλοδεικτοῦντων, δακτυλοδεικτεῖτωσαν
Infinitive δακτυλοδείκτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
δακτυλοδεικτων δακτυλοδεικτουντος δακτυλοδεικτουσα δακτυλοδεικτουσης δακτυλοδεικτουν δακτυλοδεικτουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δακτυλοδείκτουμαι δακτυλοδείκτει, δακτυλοδείκτῃ δακτυλοδείκτειται
Dual δακτυλοδείκτεισθον δακτυλοδείκτεισθον
Plural δακτυλοδεικτοῦμεθα δακτυλοδείκτεισθε δακτυλοδείκτουνται
SubjunctiveSingular δακτυλοδείκτωμαι δακτυλοδείκτῃ δακτυλοδείκτηται
Dual δακτυλοδείκτησθον δακτυλοδείκτησθον
Plural δακτυλοδεικτώμεθα δακτυλοδείκτησθε δακτυλοδείκτωνται
OptativeSingular δακτυλοδεικτοίμην δακτυλοδείκτοιο δακτυλοδείκτοιτο
Dual δακτυλοδείκτοισθον δακτυλοδεικτοίσθην
Plural δακτυλοδεικτοίμεθα δακτυλοδείκτοισθε δακτυλοδείκτοιντο
ImperativeSingular δακτυλοδείκτου δακτυλοδεικτεῖσθω
Dual δακτυλοδείκτεισθον δακτυλοδεικτεῖσθων
Plural δακτυλοδείκτεισθε δακτυλοδεικτεῖσθων, δακτυλοδεικτεῖσθωσαν
Infinitive δακτυλοδείκτεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
δακτυλοδεικτουμενος δακτυλοδεικτουμενου δακτυλοδεικτουμενη δακτυλοδεικτουμενης δακτυλοδεικτουμενον δακτυλοδεικτουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to point at with the finger

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION