헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δαφνηφορέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δαφνηφορέω

형태분석: δαφνηφορέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to bear a laurel crown

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δαφνηφόρω

δαφνηφόρεις

δαφνηφόρει

쌍수 δαφνηφόρειτον

δαφνηφόρειτον

복수 δαφνηφόρουμεν

δαφνηφόρειτε

δαφνηφόρουσιν*

접속법단수 δαφνηφόρω

δαφνηφόρῃς

δαφνηφόρῃ

쌍수 δαφνηφόρητον

δαφνηφόρητον

복수 δαφνηφόρωμεν

δαφνηφόρητε

δαφνηφόρωσιν*

기원법단수 δαφνηφόροιμι

δαφνηφόροις

δαφνηφόροι

쌍수 δαφνηφόροιτον

δαφνηφοροίτην

복수 δαφνηφόροιμεν

δαφνηφόροιτε

δαφνηφόροιεν

명령법단수 δαφνηφο͂ρει

δαφνηφορεῖτω

쌍수 δαφνηφόρειτον

δαφνηφορεῖτων

복수 δαφνηφόρειτε

δαφνηφοροῦντων, δαφνηφορεῖτωσαν

부정사 δαφνηφόρειν

분사 남성여성중성
δαφνηφορων

δαφνηφορουντος

δαφνηφορουσα

δαφνηφορουσης

δαφνηφορουν

δαφνηφορουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δαφνηφόρουμαι

δαφνηφόρει, δαφνηφόρῃ

δαφνηφόρειται

쌍수 δαφνηφόρεισθον

δαφνηφόρεισθον

복수 δαφνηφοροῦμεθα

δαφνηφόρεισθε

δαφνηφόρουνται

접속법단수 δαφνηφόρωμαι

δαφνηφόρῃ

δαφνηφόρηται

쌍수 δαφνηφόρησθον

δαφνηφόρησθον

복수 δαφνηφορώμεθα

δαφνηφόρησθε

δαφνηφόρωνται

기원법단수 δαφνηφοροίμην

δαφνηφόροιο

δαφνηφόροιτο

쌍수 δαφνηφόροισθον

δαφνηφοροίσθην

복수 δαφνηφοροίμεθα

δαφνηφόροισθε

δαφνηφόροιντο

명령법단수 δαφνηφόρου

δαφνηφορεῖσθω

쌍수 δαφνηφόρεισθον

δαφνηφορεῖσθων

복수 δαφνηφόρεισθε

δαφνηφορεῖσθων, δαφνηφορεῖσθωσαν

부정사 δαφνηφόρεισθαι

분사 남성여성중성
δαφνηφορουμενος

δαφνηφορουμενου

δαφνηφορουμενη

δαφνηφορουμενης

δαφνηφορουμενον

δαφνηφορουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ μετ’ ἐκείνουσ ἡ στρατιὰ κατά τε ἴλασ καὶ τάξεισ, ἐστεφανωμένη πᾶσα καὶ δαφνηφοροῦσα· (Appian, The Foreign Wars, chapter 9 12:11)

    (아피아노스, The Foreign Wars, chapter 9 12:11)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION