Ancient Greek-English Dictionary Language

βυρσοπαγής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: βυρσοπαγής βυρσοπαγές

Structure: βυρσοπαγη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ph/gnumi

Sense

  1. made of hides

Examples

  • Πάρθοι γὰρ οὐ κέρασιν οὐδὲ σάλπιγξιν ἐποτρύνουσιν ἑαυτοὺσ εἰσ μάχην, ἀλλὰ ῥόπτρα βυρσοπαγῆ καὶ κοῖλα περιτείναντεσ ἠχείοισ χαλκοῖσ ἅμα πολλαχόθεν ἐπιδουποῦσι, τὰ δὲ φθέγγεται βύθιόν τι καὶ δεινόν, ὠρυγῇ θηριώδει καὶ τραχύτητι βροντῆσ μεμιγμένον, εὖ πωσ συνεωρακότεσ ὅτι τῶν αἰσθητηρίων ἀκοὴ ταρακτικώτατόν ἐστὶ τῆσ ψυχῆσ καὶ τὰ περὶ ταύτην πάθη τάχιστα κινεῖ καὶ μάλιστα ἐξίστησι τὴν διάνοιαν. (Plutarch, chapter 23 7:1)

Synonyms

  1. made of hides

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION