헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βοηδρομέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βοηδρομέω

형태분석: βοηδρομέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: bohdro/mos

  1. to run to a cry for aid, haste to help

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βοηδρομῶ

βοηδρομεῖς

βοηδρομεῖ

쌍수 βοηδρομεῖτον

βοηδρομεῖτον

복수 βοηδρομοῦμεν

βοηδρομεῖτε

βοηδρομοῦσιν*

접속법단수 βοηδρομῶ

βοηδρομῇς

βοηδρομῇ

쌍수 βοηδρομῆτον

βοηδρομῆτον

복수 βοηδρομῶμεν

βοηδρομῆτε

βοηδρομῶσιν*

기원법단수 βοηδρομοῖμι

βοηδρομοῖς

βοηδρομοῖ

쌍수 βοηδρομοῖτον

βοηδρομοίτην

복수 βοηδρομοῖμεν

βοηδρομοῖτε

βοηδρομοῖεν

명령법단수 βοηδρόμει

βοηδρομείτω

쌍수 βοηδρομεῖτον

βοηδρομείτων

복수 βοηδρομεῖτε

βοηδρομούντων, βοηδρομείτωσαν

부정사 βοηδρομεῖν

분사 남성여성중성
βοηδρομων

βοηδρομουντος

βοηδρομουσα

βοηδρομουσης

βοηδρομουν

βοηδρομουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βοηδρομοῦμαι

βοηδρομεῖ, βοηδρομῇ

βοηδρομεῖται

쌍수 βοηδρομεῖσθον

βοηδρομεῖσθον

복수 βοηδρομούμεθα

βοηδρομεῖσθε

βοηδρομοῦνται

접속법단수 βοηδρομῶμαι

βοηδρομῇ

βοηδρομῆται

쌍수 βοηδρομῆσθον

βοηδρομῆσθον

복수 βοηδρομώμεθα

βοηδρομῆσθε

βοηδρομῶνται

기원법단수 βοηδρομοίμην

βοηδρομοῖο

βοηδρομοῖτο

쌍수 βοηδρομοῖσθον

βοηδρομοίσθην

복수 βοηδρομοίμεθα

βοηδρομοῖσθε

βοηδρομοῖντο

명령법단수 βοηδρομοῦ

βοηδρομείσθω

쌍수 βοηδρομεῖσθον

βοηδρομείσθων

복수 βοηδρομεῖσθε

βοηδρομείσθων, βοηδρομείσθωσαν

부정사 βοηδρομεῖσθαι

분사 남성여성중성
βοηδρομουμενος

βοηδρομουμενου

βοηδρομουμενη

βοηδρομουμενης

βοηδρομουμενον

βοηδρομουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION