헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βακτρεύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βακτρεύω

형태분석: βακτρεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to lean on a staff

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βακτρεύω

βακτρεύεις

βακτρεύει

쌍수 βακτρεύετον

βακτρεύετον

복수 βακτρεύομεν

βακτρεύετε

βακτρεύουσιν*

접속법단수 βακτρεύω

βακτρεύῃς

βακτρεύῃ

쌍수 βακτρεύητον

βακτρεύητον

복수 βακτρεύωμεν

βακτρεύητε

βακτρεύωσιν*

기원법단수 βακτρεύοιμι

βακτρεύοις

βακτρεύοι

쌍수 βακτρεύοιτον

βακτρευοίτην

복수 βακτρεύοιμεν

βακτρεύοιτε

βακτρεύοιεν

명령법단수 βάκτρευε

βακτρευέτω

쌍수 βακτρεύετον

βακτρευέτων

복수 βακτρεύετε

βακτρευόντων, βακτρευέτωσαν

부정사 βακτρεύειν

분사 남성여성중성
βακτρευων

βακτρευοντος

βακτρευουσα

βακτρευουσης

βακτρευον

βακτρευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βακτρεύομαι

βακτρεύει, βακτρεύῃ

βακτρεύεται

쌍수 βακτρεύεσθον

βακτρεύεσθον

복수 βακτρευόμεθα

βακτρεύεσθε

βακτρεύονται

접속법단수 βακτρεύωμαι

βακτρεύῃ

βακτρεύηται

쌍수 βακτρεύησθον

βακτρεύησθον

복수 βακτρευώμεθα

βακτρεύησθε

βακτρεύωνται

기원법단수 βακτρευοίμην

βακτρεύοιο

βακτρεύοιτο

쌍수 βακτρεύοισθον

βακτρευοίσθην

복수 βακτρευοίμεθα

βακτρεύοισθε

βακτρεύοιντο

명령법단수 βακτρεύου

βακτρευέσθω

쌍수 βακτρεύεσθον

βακτρευέσθων

복수 βακτρεύεσθε

βακτρευέσθων, βακτρευέσθωσαν

부정사 βακτρεύεσθαι

분사 남성여성중성
βακτρευομενος

βακτρευομενου

βακτρευομενη

βακτρευομενης

βακτρευομενον

βακτρευομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION