헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀρχαιολογέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀρχαιολογέω

형태분석: ἀρχαιολογέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from a)rxaiolo/gos

  1. to discuss antiquities or things out of date

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀρχαιολόγω

ἀρχαιολόγεις

ἀρχαιολόγει

쌍수 ἀρχαιολόγειτον

ἀρχαιολόγειτον

복수 ἀρχαιολόγουμεν

ἀρχαιολόγειτε

ἀρχαιολόγουσιν*

접속법단수 ἀρχαιολόγω

ἀρχαιολόγῃς

ἀρχαιολόγῃ

쌍수 ἀρχαιολόγητον

ἀρχαιολόγητον

복수 ἀρχαιολόγωμεν

ἀρχαιολόγητε

ἀρχαιολόγωσιν*

기원법단수 ἀρχαιολόγοιμι

ἀρχαιολόγοις

ἀρχαιολόγοι

쌍수 ἀρχαιολόγοιτον

ἀρχαιολογοίτην

복수 ἀρχαιολόγοιμεν

ἀρχαιολόγοιτε

ἀρχαιολόγοιεν

명령법단수 ἀρχαιολο͂γει

ἀρχαιολογεῖτω

쌍수 ἀρχαιολόγειτον

ἀρχαιολογεῖτων

복수 ἀρχαιολόγειτε

ἀρχαιολογοῦντων, ἀρχαιολογεῖτωσαν

부정사 ἀρχαιολόγειν

분사 남성여성중성
ἀρχαιολογων

ἀρχαιολογουντος

ἀρχαιολογουσα

ἀρχαιολογουσης

ἀρχαιολογουν

ἀρχαιολογουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀρχαιολόγουμαι

ἀρχαιολόγει, ἀρχαιολόγῃ

ἀρχαιολόγειται

쌍수 ἀρχαιολόγεισθον

ἀρχαιολόγεισθον

복수 ἀρχαιολογοῦμεθα

ἀρχαιολόγεισθε

ἀρχαιολόγουνται

접속법단수 ἀρχαιολόγωμαι

ἀρχαιολόγῃ

ἀρχαιολόγηται

쌍수 ἀρχαιολόγησθον

ἀρχαιολόγησθον

복수 ἀρχαιολογώμεθα

ἀρχαιολόγησθε

ἀρχαιολόγωνται

기원법단수 ἀρχαιολογοίμην

ἀρχαιολόγοιο

ἀρχαιολόγοιτο

쌍수 ἀρχαιολόγοισθον

ἀρχαιολογοίσθην

복수 ἀρχαιολογοίμεθα

ἀρχαιολόγοισθε

ἀρχαιολόγοιντο

명령법단수 ἀρχαιολόγου

ἀρχαιολογεῖσθω

쌍수 ἀρχαιολόγεισθον

ἀρχαιολογεῖσθων

복수 ἀρχαιολόγεισθε

ἀρχαιολογεῖσθων, ἀρχαιολογεῖσθωσαν

부정사 ἀρχαιολόγεισθαι

분사 남성여성중성
ἀρχαιολογουμενος

ἀρχαιολογουμενου

ἀρχαιολογουμενη

ἀρχαιολογουμενης

ἀρχαιολογουμενον

ἀρχαιολογουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION