Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀνθρωποσφαγέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἀνθρωποσφαγέω

Structure: ἀνθρωποσφαγέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: sfa/ttw

Sense

  1. to slay men

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀνθρωποσφάγω ἀνθρωποσφάγεις ἀνθρωποσφάγει
Dual ἀνθρωποσφάγειτον ἀνθρωποσφάγειτον
Plural ἀνθρωποσφάγουμεν ἀνθρωποσφάγειτε ἀνθρωποσφάγουσιν*
SubjunctiveSingular ἀνθρωποσφάγω ἀνθρωποσφάγῃς ἀνθρωποσφάγῃ
Dual ἀνθρωποσφάγητον ἀνθρωποσφάγητον
Plural ἀνθρωποσφάγωμεν ἀνθρωποσφάγητε ἀνθρωποσφάγωσιν*
OptativeSingular ἀνθρωποσφάγοιμι ἀνθρωποσφάγοις ἀνθρωποσφάγοι
Dual ἀνθρωποσφάγοιτον ἀνθρωποσφαγοίτην
Plural ἀνθρωποσφάγοιμεν ἀνθρωποσφάγοιτε ἀνθρωποσφάγοιεν
ImperativeSingular ἀνθρωποσφᾶγει ἀνθρωποσφαγεῖτω
Dual ἀνθρωποσφάγειτον ἀνθρωποσφαγεῖτων
Plural ἀνθρωποσφάγειτε ἀνθρωποσφαγοῦντων, ἀνθρωποσφαγεῖτωσαν
Infinitive ἀνθρωποσφάγειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀνθρωποσφαγων ἀνθρωποσφαγουντος ἀνθρωποσφαγουσα ἀνθρωποσφαγουσης ἀνθρωποσφαγουν ἀνθρωποσφαγουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀνθρωποσφάγουμαι ἀνθρωποσφάγει, ἀνθρωποσφάγῃ ἀνθρωποσφάγειται
Dual ἀνθρωποσφάγεισθον ἀνθρωποσφάγεισθον
Plural ἀνθρωποσφαγοῦμεθα ἀνθρωποσφάγεισθε ἀνθρωποσφάγουνται
SubjunctiveSingular ἀνθρωποσφάγωμαι ἀνθρωποσφάγῃ ἀνθρωποσφάγηται
Dual ἀνθρωποσφάγησθον ἀνθρωποσφάγησθον
Plural ἀνθρωποσφαγώμεθα ἀνθρωποσφάγησθε ἀνθρωποσφάγωνται
OptativeSingular ἀνθρωποσφαγοίμην ἀνθρωποσφάγοιο ἀνθρωποσφάγοιτο
Dual ἀνθρωποσφάγοισθον ἀνθρωποσφαγοίσθην
Plural ἀνθρωποσφαγοίμεθα ἀνθρωποσφάγοισθε ἀνθρωποσφάγοιντο
ImperativeSingular ἀνθρωποσφάγου ἀνθρωποσφαγεῖσθω
Dual ἀνθρωποσφάγεισθον ἀνθρωποσφαγεῖσθων
Plural ἀνθρωποσφάγεισθε ἀνθρωποσφαγεῖσθων, ἀνθρωποσφαγεῖσθωσαν
Infinitive ἀνθρωποσφάγεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀνθρωποσφαγουμενος ἀνθρωποσφαγουμενου ἀνθρωποσφαγουμενη ἀνθρωποσφαγουμενης ἀνθρωποσφαγουμενον ἀνθρωποσφαγουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to slay men

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION