Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀνθρωποποιί̈ᾱ

First declension Noun; Feminine Transliteration:

Principal Part: ἀνθρωποποιί̈ᾱ ἀνθρωποποιίας

Structure: ἀνθρωποποιϊ (Stem) + ᾱ (Ending)

Etym.: from a)nqrwpopoio/s

Sense

  1. making of man or men

Examples

  • οὐκοῦν διελόμενοι τὴν κατηγορίαν, σὺ μὲν περὶ τῆσ κλοπῆσ ἤδη σύνειρε, ὁ Ἑρμῆσ δὲ τὴν κρεανομίαν καὶ τὴν ἀνθρωποποιίαν αἰτιάσεται· (Lucian, Prometheus, (no name) 5:4)
  • ὃ δὲ μάλιστά με πνίγει τοῦτ’ ἐστίν, ὅτι μεμφόμενοι τὴν ἀνθρωποποιίαν καὶ μάλιστά γε τὰσ γυναῖκασ ὅμωσ ἐρᾶτε αὐτῶν καὶ οὐ διαλείπετε κατιόντεσ, ἄρτι μὲν ταῦροι,γεχνοἄρτι δὲ σάτυροι καὶ κύκνοι γενόμενοι, καὶ θεοὺσ ἐξ αὐτῶν ποιεῖσθαι ἀξιοῦτε. (Lucian, Prometheus, (no name) 17:1)

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION