Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀνατυπόω

ο-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἀνατυπόω

Structure: ἀνα (Prefix) + τυπό (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to impress again

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀνατύπω ἀνατύποις ἀνατύποι
Dual ἀνατύπουτον ἀνατύπουτον
Plural ἀνατύπουμεν ἀνατύπουτε ἀνατύπουσιν*
SubjunctiveSingular ἀνατύπω ἀνατύποις ἀνατύποι
Dual ἀνατύπωτον ἀνατύπωτον
Plural ἀνατύπωμεν ἀνατύπωτε ἀνατύπωσιν*
OptativeSingular ἀνατύποιμι ἀνατύποις ἀνατύποι
Dual ἀνατύποιτον ἀνατυποίτην
Plural ἀνατύποιμεν ἀνατύποιτε ἀνατύποιεν
ImperativeSingular ἀνατῦπου ἀνατυποῦτω
Dual ἀνατύπουτον ἀνατυποῦτων
Plural ἀνατύπουτε ἀνατυποῦντων, ἀνατυποῦτωσαν
Infinitive ἀνατύπουν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀνατυπων ἀνατυπουντος ἀνατυπουσα ἀνατυπουσης ἀνατυπουν ἀνατυπουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀνατύπουμαι ἀνατύποι ἀνατύπουται
Dual ἀνατύπουσθον ἀνατύπουσθον
Plural ἀνατυποῦμεθα ἀνατύπουσθε ἀνατύπουνται
SubjunctiveSingular ἀνατύπωμαι ἀνατύποι ἀνατύπωται
Dual ἀνατύπωσθον ἀνατύπωσθον
Plural ἀνατυπώμεθα ἀνατύπωσθε ἀνατύπωνται
OptativeSingular ἀνατυποίμην ἀνατύποιο ἀνατύποιτο
Dual ἀνατύποισθον ἀνατυποίσθην
Plural ἀνατυποίμεθα ἀνατύποισθε ἀνατύποιντο
ImperativeSingular ἀνατύπου ἀνατυποῦσθω
Dual ἀνατύπουσθον ἀνατυποῦσθων
Plural ἀνατύπουσθε ἀνατυποῦσθων, ἀνατυποῦσθωσαν
Infinitive ἀνατύπουσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀνατυπουμενος ἀνατυπουμενου ἀνατυπουμενη ἀνατυπουμενης ἀνατυπουμενον ἀνατυπουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to impress again

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION