Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀναμοχλεύω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἀναμοχλεύω

Structure: ἀνα (Prefix) + μοχλεύ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to raise by a lever, to force open

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀναμοχλεύω ἀναμοχλεύεις ἀναμοχλεύει
Dual ἀναμοχλεύετον ἀναμοχλεύετον
Plural ἀναμοχλεύομεν ἀναμοχλεύετε ἀναμοχλεύουσιν*
SubjunctiveSingular ἀναμοχλεύω ἀναμοχλεύῃς ἀναμοχλεύῃ
Dual ἀναμοχλεύητον ἀναμοχλεύητον
Plural ἀναμοχλεύωμεν ἀναμοχλεύητε ἀναμοχλεύωσιν*
OptativeSingular ἀναμοχλεύοιμι ἀναμοχλεύοις ἀναμοχλεύοι
Dual ἀναμοχλεύοιτον ἀναμοχλευοίτην
Plural ἀναμοχλεύοιμεν ἀναμοχλεύοιτε ἀναμοχλεύοιεν
ImperativeSingular ἀναμόχλευε ἀναμοχλευέτω
Dual ἀναμοχλεύετον ἀναμοχλευέτων
Plural ἀναμοχλεύετε ἀναμοχλευόντων, ἀναμοχλευέτωσαν
Infinitive ἀναμοχλεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀναμοχλευων ἀναμοχλευοντος ἀναμοχλευουσα ἀναμοχλευουσης ἀναμοχλευον ἀναμοχλευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀναμοχλεύομαι ἀναμοχλεύει, ἀναμοχλεύῃ ἀναμοχλεύεται
Dual ἀναμοχλεύεσθον ἀναμοχλεύεσθον
Plural ἀναμοχλευόμεθα ἀναμοχλεύεσθε ἀναμοχλεύονται
SubjunctiveSingular ἀναμοχλεύωμαι ἀναμοχλεύῃ ἀναμοχλεύηται
Dual ἀναμοχλεύησθον ἀναμοχλεύησθον
Plural ἀναμοχλευώμεθα ἀναμοχλεύησθε ἀναμοχλεύωνται
OptativeSingular ἀναμοχλευοίμην ἀναμοχλεύοιο ἀναμοχλεύοιτο
Dual ἀναμοχλεύοισθον ἀναμοχλευοίσθην
Plural ἀναμοχλευοίμεθα ἀναμοχλεύοισθε ἀναμοχλεύοιντο
ImperativeSingular ἀναμοχλεύου ἀναμοχλευέσθω
Dual ἀναμοχλεύεσθον ἀναμοχλευέσθων
Plural ἀναμοχλεύεσθε ἀναμοχλευέσθων, ἀναμοχλευέσθωσαν
Infinitive ἀναμοχλεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀναμοχλευομενος ἀναμοχλευομενου ἀναμοχλευομενη ἀναμοχλευομενης ἀναμοχλευομενον ἀναμοχλευομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὥστε ἀναμοχλεύωμεν τὴν Ὄσσαν πρῶτον, ὥσπερ ἡμῖν ὑφηγεῖται τὸ ἔποσ καὶ ὁ ἀρχιτέκτων Ὅμηροσ, αὐτὰρ ἐπ’ Ὄσσῃ Πήλιον εἰνοσίφυλλον. (Lucian, Contemplantes, (no name) 4:13)

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION