Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀκλινής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀκλινής ἀκλινές

Structure: ἀκλινη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: kli/nw

Sense

  1. bending to neither side, unswerving, steadfast, regular

Examples

  • καθάπερ γὰρ σὺ στέγη ἐπὶ τοὺσ στύλουσ τῶν παίδων γενναίωσ ἱδρυμένη, ἀκλινὴσ ὑπήνεγκασ τὸν διὰ τῶν βασάνων σεισμόν. (Septuagint, Liber Maccabees IV 17:3)
  • ἐκεῖνα μὲν γὰρ ἤδη καὶ πρὸσ τοὺσ ὅλωσ ἀποτυγχάνοντασ ὥσπερ ἐγκύκλια καὶ κοινὰ πάσησ ἀκροάσεώσ ἐστι, καθέδρα τέ τισ ἄθρυπτοσ καὶ ἀκλινὴσ ἐν ὀρθῷ σχήματι καὶ· (Plutarch, De Recta Ratione Audiendi, chapter, section 13 23:2)
  • Ἴδια δὲ ἑκάστησ, τετάνου μὲν ἡ ἐσ εὐθὺ ἀπότασισ ὅλου ἀστραβὴσ πάντη καὶ ἀκλινὴσ, εὐθέα δὲ καὶ σκέλεα καὶ χεῖρεσ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 42)
  • οἱ μὲν γὰρ φέρονται κατὰ ἐπικλινὲσ ῥεῖθρον, ἡ δὲ ἀκλινὴσ ἕστηκεν. (Strabo, Geography, book 1, chapter 3 14:4)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION