Ancient Greek-English Dictionary Language

αἴθαλος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: αἴθαλος αἴθαλη αἴθαλον

Structure: αἰθαλ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ai)/qw

Sense

  1. soot

Examples

  • καὶ τὴν πεῖραν αὐτὴν δι’ ὀργῆσ πεποιημένοσ, ἐπεβούλευε τῷ ἀνδρὶ καὶ συνίστη τῶν ἡλικιωτῶν τινασ ἐπ’ αὐτόν, οὐ πολλοὺσ ἕνεκα τοῦ λαθεῖν, ἀλλ’ οἱ σύμπαντεσ ἑκκαίδεκα γενόμενοι χρίονται μὲν αἰθάλῳ τὰ πρόσωπα νυκτόσ, ἐμπιόντεσ δὲ ἄκρατον ἅμ’ ἡμέρᾳ προσπίπτουσι τῷ Ῥωμαίῳ κατ’ ἀγορὰν θύοντι, καὶ καταβαλόντεσ αὐτόν τε καὶ τῶν περὶ αὐτὸν οὐκ ὀλίγουσ ἐκ τῆσ πόλεωσ μετέστησαν. (Plutarch, , chapter 1 3:1)
  • "προέλοιντο, στάδην δὲ ἔπραττον, ὁ δὲ φαλλοφόροσ ἰθὺ βαδίζων καταπασθεὶσ αἰθάλῳ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 1610)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION