고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: ἀγανακτητός
Structure: ἀγανακτητ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | ἀγανακτητός | ἀγανακτητή | ἀγανάκτητον |
Genitive | ἀγανακτητοῦ | ἀγανακτητῆς | ἀγανακτήτου | |
Dative | ἀγανακτητῷ | ἀγανακτητῇ | ἀγανακτήτῳ | |
Accusative | ἀγανακτητόν | ἀγανακτητήν | ἀγανάκτητον | |
Vocative | ἀγανακτητέ | ἀγανακτητή | ἀγανάκτητον | |
Dual | N/A/V | ἀγανακτητώ | ἀγανακτητᾱ́ | ἀγανακτήτω |
G/D | ἀγανακτητοῖν | ἀγανακτηταῖν | ἀγανακτήτοιν | |
Plural | Nominative | ἀγανακτητοί | ἀγανακτηταί | ἀγανάκτητα |
Genitive | ἀγανακτητῶν | ἀγανακτητῶν | ἀγανακτήτων | |
Dative | ἀγανακτητοῖς | ἀγανακτηταῖς | ἀγανακτήτοις | |
Accusative | ἀγανακτητούς | ἀγανακτητᾱ́ς | ἀγανάκτητα | |
Vocative | ἀγανακτητοί | ἀγανακτηταί | ἀγανάκτητα |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | ἀγανακτητός ἀγανακτητοῦ | ἀγανακτητότερος ἀγανακτητοτεροῦ | ἀγανακτητότατος ἀγανακτητοτατοῦ |
Adverb | ἀγανακτήτως | ἀγανακτητότερον | ἀγανακτητότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기