Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀειγενής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀειγενής ἀειγενές

Structure: ἀειγενη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: gi/gnomai

Sense

  1. everlasting

Examples

  • μύραιναν δ’ ἐπέθηκε φέρων, προκάλυμμα τραπέζησ, ζώνην θ’, ἣν φορέεσκεν ἀγαλλομένη περὶ δειρήν, εἰσ λέχοσ ἡνίκ’ ἔβαινε Δρακοντιάδῃ μεγαθύμῳ σάνδαλα δ’ αὖ παρέθηκεν ἀειγενῆ ἀθανατάων, βούγλωσσὸν θ’,6 ὃσ ἔναιεν ἐν ἅλμῃ μορμυρούσῃ, κίχλασ δ’ ἑξείησ ἡβήτορασ ὑψιπετήεισ καὶ πέτρασ κάτα βοσκομένασ, ὑάδασ θ’ ὑδατινούσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 12 13:1)

Synonyms

  1. everlasting

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION