Ancient Greek-English Dictionary Language

Διιπετής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: Διιπετής Διιπετές

Structure: Διιπετη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: pi/ptw

Sense

  1. fallen from Zeus, from heaven, fed or swollen by rain
  2. divine, bright, pure

Examples

  • θεσπέσιόν τι χρῆμα, ὦ Λυκῖνε, φὴσ καὶ διιπετὲσ ὡσ ἀληθῶσ, οἱο͂́ν τι τῶν ἐξ οὐρανοῦ γένοιτο. (Lucian, Imagines, (no name) 9:3)
  • ἔνθα πόλιν κτίσασ Ἶλοσ ταύτην μὲν Ἴλιον ἐκάλεσε, τῷ δὲ Διὶ σημεῖον εὐξάμενοσ αὐτῷ τι φανῆναι, μεθ’ ἡμέραν τὸ διιπετὲσ παλλάδιον πρὸ τῆσ σκηνῆσ κείμενον ἐθεάσατο. (Apollodorus, Library and Epitome, book 3, chapter 12 3:4)
  • καὶ ἀναγκαζόμενοσ ὁ Ἕλενοσ λέγει πῶσ ἂν αἱρεθείη ἡἼλιοσ, πρῶτον μὲν εἰ τὰ Πέλοποσ ὀστᾶ κομισθείη παρ’ αὐτούσ, ἔπειτα εἰ Νεοπτόλεμοσ συμμαχοίη, τρίτον εἰ τὸ διιπετὲσ παλλάδιον ἐκκλαπείη· (Apollodorus, Library and Epitome, book E, chapter 5 20:1)

Synonyms

  1. divine

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION