헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

Δαρειογενής

3군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: Δαρειογενής Δαρειογενές

형태분석: Δαρειογενη (어간) + ς (어미)

어원: gi/gnomai

  1. born from Darius

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 Δαρειογενής

(이)가

Δαρειόγενες

(것)가

속격 Δαρειογενούς

(이)의

Δαρειογένους

(것)의

여격 Δαρειογενεί

(이)에게

Δαρειογένει

(것)에게

대격 Δαρειογενή

(이)를

Δαρειόγενες

(것)를

호격 Δαρειογενές

(이)야

Δαρειόγενες

(것)야

쌍수주/대/호 Δαρειογενεί

(이)들이

Δαρειογένει

(것)들이

속/여 Δαρειογενοίν

(이)들의

Δαρειογένοιν

(것)들의

복수주격 Δαρειογενείς

(이)들이

Δαρειογένη

(것)들이

속격 Δαρειογενών

(이)들의

Δαρειογένων

(것)들의

여격 Δαρειογενέσιν*

(이)들에게

Δαρειογένεσιν*

(것)들에게

대격 Δαρειογενείς

(이)들을

Δαρειογένη

(것)들을

호격 Δαρειογενείς

(이)들아

Δαρειογένη

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Τάδε μὲν Περσῶν τῶν οἰχομένων Ἑλλάδ’ ἐσ αἰᾶν πιστὰ καλεῖται, καὶ τῶν ἀφνεῶν καὶ πολυχρύσων ἑδράνων φύλακεσ, κατὰ πρεσβείαν οὓσ αὐτὸσ ἄναξ Ξέρξησ βασιλεὺσ Δαρειογενὴσ εἵλετο χώρασ ἐφορεύειν. (Aeschylus, Persians, episode, anapests1)

    (아이스킬로스, 페르시아인들, episode, anapests1)

  • ἀλλ’ ἄγε, Πέρσαι, τόδ’ ἐνεζόμενοι στέγοσ ἀρχαῖον, φροντίδα κεδνὴν καὶ βαθύβουλον θώμεθα, χρεία δὲ προσήκει, πῶσ ἄρα πράσσει Ξέρξησ βασιλεὺσ Δαρειογενήσ, τὸ πατρωνύμιον γένοσ ἡμέτερον· (Aeschylus, Persians, choral, anapests1)

    (아이스킬로스, 페르시아인들, choral, anapests1)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION