Ancient Greek-English Dictionary Language

Βάλιος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: Βάλιος

Structure: Βαλι (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. spotted, dappled

Examples

  • ὁ δὲ διφρηλάτασ ἐβοᾶτ’, Εὔμηλοσ Φερητιάδασ, ᾧ καλλίστουσ ἰδόμαν χρυσοδαιδάλτουσ στομίοισ πώλουσ κέντρῳ θεινομένουσ, τοὺσ μὲν μέσουσ ζυγίουσ λευκοστίκτῳ τριχὶ βαλιούσ, τοὺσ δ’ ἔξω σειροφόρουσ ἀντήρεισ καμπαῖσι δρόμων, πυρσότριχασ, μονόχαλα δ’ ὑπὸ σφυρὰ ποικιλοδέρμονασ· (Euripides, Iphigenia in Aulis, choral, mesode3)
  • οὐκέτ’ ἀν’ ὑλῆεν δρίοσ εὔσκιον, ἀγρότα πέρδιξ, ἠχήεσσαν ἱήσ γῆρυν ἀπὸ στομάτων, θηρεύων βαλιοὺσ συνομήλικασ ἐν νομῷ ὕλησ· (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 2031)

Synonyms

  1. spotted

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION