헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πανδοκέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πανδοκέω

형태분석: πανδοκέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: = pandokeu/w

  1. 가정하다, 짐작하다, 추정하다
  1. to take upon oneself, assume

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πανδόκω

(나는) 가정한다

πανδόκεις

(너는) 가정한다

πανδόκει

(그는) 가정한다

쌍수 πανδόκειτον

(너희 둘은) 가정한다

πανδόκειτον

(그 둘은) 가정한다

복수 πανδόκουμεν

(우리는) 가정한다

πανδόκειτε

(너희는) 가정한다

πανδόκουσιν*

(그들은) 가정한다

접속법단수 πανδόκω

(나는) 가정하자

πανδόκῃς

(너는) 가정하자

πανδόκῃ

(그는) 가정하자

쌍수 πανδόκητον

(너희 둘은) 가정하자

πανδόκητον

(그 둘은) 가정하자

복수 πανδόκωμεν

(우리는) 가정하자

πανδόκητε

(너희는) 가정하자

πανδόκωσιν*

(그들은) 가정하자

기원법단수 πανδόκοιμι

(나는) 가정하기를 (바라다)

πανδόκοις

(너는) 가정하기를 (바라다)

πανδόκοι

(그는) 가정하기를 (바라다)

쌍수 πανδόκοιτον

(너희 둘은) 가정하기를 (바라다)

πανδοκοίτην

(그 둘은) 가정하기를 (바라다)

복수 πανδόκοιμεν

(우리는) 가정하기를 (바라다)

πανδόκοιτε

(너희는) 가정하기를 (바라다)

πανδόκοιεν

(그들은) 가정하기를 (바라다)

명령법단수 πανδο͂κει

(너는) 가정해라

πανδοκεῖτω

(그는) 가정해라

쌍수 πανδόκειτον

(너희 둘은) 가정해라

πανδοκεῖτων

(그 둘은) 가정해라

복수 πανδόκειτε

(너희는) 가정해라

πανδοκοῦντων, πανδοκεῖτωσαν

(그들은) 가정해라

부정사 πανδόκειν

가정하는 것

분사 남성여성중성
πανδοκων

πανδοκουντος

πανδοκουσα

πανδοκουσης

πανδοκουν

πανδοκουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πανδόκουμαι

(나는) 가정된다

πανδόκει, πανδόκῃ

(너는) 가정된다

πανδόκειται

(그는) 가정된다

쌍수 πανδόκεισθον

(너희 둘은) 가정된다

πανδόκεισθον

(그 둘은) 가정된다

복수 πανδοκοῦμεθα

(우리는) 가정된다

πανδόκεισθε

(너희는) 가정된다

πανδόκουνται

(그들은) 가정된다

접속법단수 πανδόκωμαι

(나는) 가정되자

πανδόκῃ

(너는) 가정되자

πανδόκηται

(그는) 가정되자

쌍수 πανδόκησθον

(너희 둘은) 가정되자

πανδόκησθον

(그 둘은) 가정되자

복수 πανδοκώμεθα

(우리는) 가정되자

πανδόκησθε

(너희는) 가정되자

πανδόκωνται

(그들은) 가정되자

기원법단수 πανδοκοίμην

(나는) 가정되기를 (바라다)

πανδόκοιο

(너는) 가정되기를 (바라다)

πανδόκοιτο

(그는) 가정되기를 (바라다)

쌍수 πανδόκοισθον

(너희 둘은) 가정되기를 (바라다)

πανδοκοίσθην

(그 둘은) 가정되기를 (바라다)

복수 πανδοκοίμεθα

(우리는) 가정되기를 (바라다)

πανδόκοισθε

(너희는) 가정되기를 (바라다)

πανδόκοιντο

(그들은) 가정되기를 (바라다)

명령법단수 πανδόκου

(너는) 가정되어라

πανδοκεῖσθω

(그는) 가정되어라

쌍수 πανδόκεισθον

(너희 둘은) 가정되어라

πανδοκεῖσθων

(그 둘은) 가정되어라

복수 πανδόκεισθε

(너희는) 가정되어라

πανδοκεῖσθων, πανδοκεῖσθωσαν

(그들은) 가정되어라

부정사 πανδόκεισθαι

가정되는 것

분사 남성여성중성
πανδοκουμενος

πανδοκουμενου

πανδοκουμενη

πανδοκουμενης

πανδοκουμενον

πανδοκουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπανδο͂κουν

(나는) 가정하고 있었다

ἐπανδο͂κεις

(너는) 가정하고 있었다

ἐπανδο͂κειν*

(그는) 가정하고 있었다

쌍수 ἐπανδόκειτον

(너희 둘은) 가정하고 있었다

ἐπανδοκεῖτην

(그 둘은) 가정하고 있었다

복수 ἐπανδόκουμεν

(우리는) 가정하고 있었다

ἐπανδόκειτε

(너희는) 가정하고 있었다

ἐπανδο͂κουν

(그들은) 가정하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπανδοκοῦμην

(나는) 가정되고 있었다

ἐπανδόκου

(너는) 가정되고 있었다

ἐπανδόκειτο

(그는) 가정되고 있었다

쌍수 ἐπανδόκεισθον

(너희 둘은) 가정되고 있었다

ἐπανδοκεῖσθην

(그 둘은) 가정되고 있었다

복수 ἐπανδοκοῦμεθα

(우리는) 가정되고 있었다

ἐπανδόκεισθε

(너희는) 가정되고 있었다

ἐπανδόκουντο

(그들은) 가정되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπεί νιν αἰνέω μάλα μὲν τροφαῖσ ἑτοῖμον ἵππων, χαίροντά τε ξενίαισ πανδόκοισ καὶ πρὸσ ἁσυχίαν φιλόπολιν καθαρᾷ γνώμᾳ τετραμμένον. (Pindar, Odes, olympian odes, olympian 4 4:1)

    (핀다르, Odes, olympian odes, olympian 4 4:1)

  • τάχυνε δ’, ὡσ καὶ νυκτὸσ ἁρ́μ’ ἐπείγεται σκοτεινόν, ὡρ́α δ’ ἐμπόρουσ καθιέναι ἄγκυραν ἐν δόμοισι πανδόκοισ ξένων. (Aeschylus, Libation Bearers, episode8)

    (아이스킬로스, Libation Bearers, episode8)

유의어

  1. 가정하다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION