Ancient Greek-English Dictionary Language

τεχνητός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: τεχνητός τεχνητή τεχνητόν

Structure: τεχνητ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: texna/omai

Sense

  1. artificial

Examples

  • ἕκαστοσ δὲ τῶν κιόνων κρίκον εἶχε χρύσεον κατὰ τὸ ἔξω μέτωπον προσφυὴσ ὥσπερ ῥίζαισ τισὶν ἐμπεπλεγμένοσ κατὰ στίχον πρὸσ ἀλλήλουσ τετραμμένοι τὴν περιφέρειαν, καὶ δι’ αὐτῶν ἐπίχρυσοι σκυταλίδεσ ἐλαυνόμεναι πέντε πήχεων ἑκάστη τὸ μέγεθοσ σύνδεσμοσ ἦσαν τῶν κιόνων, ἐμβαινούσησ κατὰ κεφαλὴν σκυταλίδοσ ἑκάστησ τῇ ἑτέρᾳ τεχνητῷ στρόφιγγι κοχλίου τρόπον δεδημιουργημένῳ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 3 152:1)

Synonyms

  1. artificial

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION