Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκαθιερόω

ο-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συγκαθιερόω συγκαθιερώσω

Structure: συγ (Prefix) + κατ (Prefix) + ἱερό (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to join in dedicating

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαθιέρω συγκαθιέροις συγκαθιέροι
Dual συγκαθιέρουτον συγκαθιέρουτον
Plural συγκαθιέρουμεν συγκαθιέρουτε συγκαθιέρουσιν*
SubjunctiveSingular συγκαθιέρω συγκαθιέροις συγκαθιέροι
Dual συγκαθιέρωτον συγκαθιέρωτον
Plural συγκαθιέρωμεν συγκαθιέρωτε συγκαθιέρωσιν*
OptativeSingular συγκαθιέροιμι συγκαθιέροις συγκαθιέροι
Dual συγκαθιέροιτον συγκαθιεροίτην
Plural συγκαθιέροιμεν συγκαθιέροιτε συγκαθιέροιεν
ImperativeSingular συγκαθιε͂ρου συγκαθιεροῦτω
Dual συγκαθιέρουτον συγκαθιεροῦτων
Plural συγκαθιέρουτε συγκαθιεροῦντων, συγκαθιεροῦτωσαν
Infinitive συγκαθιέρουν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαθιερων συγκαθιερουντος συγκαθιερουσα συγκαθιερουσης συγκαθιερουν συγκαθιερουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαθιέρουμαι συγκαθιέροι συγκαθιέρουται
Dual συγκαθιέρουσθον συγκαθιέρουσθον
Plural συγκαθιεροῦμεθα συγκαθιέρουσθε συγκαθιέρουνται
SubjunctiveSingular συγκαθιέρωμαι συγκαθιέροι συγκαθιέρωται
Dual συγκαθιέρωσθον συγκαθιέρωσθον
Plural συγκαθιερώμεθα συγκαθιέρωσθε συγκαθιέρωνται
OptativeSingular συγκαθιεροίμην συγκαθιέροιο συγκαθιέροιτο
Dual συγκαθιέροισθον συγκαθιεροίσθην
Plural συγκαθιεροίμεθα συγκαθιέροισθε συγκαθιέροιντο
ImperativeSingular συγκαθιέρου συγκαθιεροῦσθω
Dual συγκαθιέρουσθον συγκαθιεροῦσθων
Plural συγκαθιέρουσθε συγκαθιεροῦσθων, συγκαθιεροῦσθωσαν
Infinitive συγκαθιέρουσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαθιερουμενος συγκαθιερουμενου συγκαθιερουμενη συγκαθιερουμενης συγκαθιερουμενον συγκαθιερουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to join in dedicating

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION