고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: σκυτοτομικός σκυτοτομική σκυτοτομικόν
Structure: σκυτοτομικ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | σκυτοτομικός | σκυτοτομική | σκυτοτομικόν |
Genitive | σκυτοτομικοῦ | σκυτοτομικῆς | σκυτοτομικοῦ | |
Dative | σκυτοτομικῷ | σκυτοτομικῇ | σκυτοτομικῷ | |
Accusative | σκυτοτομικόν | σκυτοτομικήν | σκυτοτομικόν | |
Vocative | σκυτοτομικέ | σκυτοτομική | σκυτοτομικόν | |
Dual | N/A/V | σκυτοτομικώ | σκυτοτομικᾱ́ | σκυτοτομικώ |
G/D | σκυτοτομικοῖν | σκυτοτομικαῖν | σκυτοτομικοῖν | |
Plural | Nominative | σκυτοτομικοί | σκυτοτομικαί | σκυτοτομικά |
Genitive | σκυτοτομικῶν | σκυτοτομικῶν | σκυτοτομικῶν | |
Dative | σκυτοτομικοῖς | σκυτοτομικαῖς | σκυτοτομικοῖς | |
Accusative | σκυτοτομικούς | σκυτοτομικᾱ́ς | σκυτοτομικά | |
Vocative | σκυτοτομικοί | σκυτοτομικαί | σκυτοτομικά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | σκυτοτομικός σκυτοτομικοῦ | σκυτοτομικώτερος σκυτοτομικωτεροῦ | σκυτοτομικώτατος σκυτοτομικωτατοῦ |
Adverb | σκυτοτομικώς | σκυτοτομικώτερον | σκυτοτομικώτατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기