헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ῥίζωσις

3군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ῥίζωσις ῥίζωσεως

형태분석: ῥιζωσι (어간) + ς (어미)

  1. a taking root, beginning life

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὠθουμένων δὲ πολλῶν ἐπ’ ἀλλήλοισ καὶ ἀθρόων ὑπήγαγεν ὁ ῥοῦσ οὐ πολὺν τόπον, ἀλλ’ ὅπου τὰ πρῶτα συνενεχθέντα καὶ περιπεσόντα τοῖσ στερεοῖσ ὑπέστη, τῶν ἐπιφερομένων διέξοδον οὐκ ἐχόντων, ἀλλ’ ἐνισχομένων καὶ περιπλεκομένων, ἐλάμβανεν ἡ σύμπηξισ ἰσχὺν καὶ ῥίζωσιν αὐξανομένην ὑπὸ τοῦ ῥεύματοσ, ἰλύν τε γὰρ ἐπήγαγε πολλήν, ἣ προσισταμένη τροφὴν παρεῖχεν ἅμα καὶ κόλλησιν, αἵ τε πληγαὶ σάλον οὐκ ἐποίουν, ἀλλὰ μαλακῶσ πιέζουσαι συνήλαυνον εἰσ ταὐτὸ πάντα καὶ συνέπλαττον. (Plutarch, Publicola, chapter 8 2:2)

    (플루타르코스, Publicola, chapter 8 2:2)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION