헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θεριστής

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: θεριστής θεριστοῦ

형태분석: θεριστ (어간) + ης (어미)

어원: qeri/zw

  1. 수확자, 베어들이는 사람, 수확기
  1. a reaper, harvester

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 θεριστής

수확자가

θεριστᾱ́

수확자들이

θερισταί

수확자들이

속격 θεριστοῦ

수확자의

θερισταῖν

수확자들의

θεριστῶν

수확자들의

여격 θεριστῇ

수확자에게

θερισταῖν

수확자들에게

θερισταῖς

수확자들에게

대격 θεριστήν

수확자를

θεριστᾱ́

수확자들을

θεριστᾱ́ς

수확자들을

호격 θεριστά

수확자야

θεριστᾱ́

수확자들아

θερισταί

수확자들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐνταῦθα καὶ τὴν μητέρα λέγουσιν αὐτῷ συστασιάσαι, μισθουμένην ἀπὸ τῆσ ξένησ κρύφα καὶ πέμπουσαν εἰσ ’ Ῥώμην ἄνδρασ, ὡσ δὴ θεριστάσ ταῦτα γὰρ ἐν τοῖσ ἐπιστολίοισ αὐτῆσ ᾐνιγμένα γεγράφθαι πρὸσ τὸν υἱόν. (Plutarch, Caius Gracchus, chapter 13 2:1)

    (플루타르코스, Caius Gracchus, chapter 13 2:1)

  • πολλῶν δὲ κακιῶν οὐδεμιᾶσ ἧττον ἀπραξία καὶ δειλία καὶ μαλακία καταισχύνουσιν ἄνδρα πρεσβύτην, ἐκ πολιτικῶν ἀρχείων καταδυόμενον εἰσ οἰκουρίαν γυναικῶν ἢ κατ’ ἀγρὸν ἐφορῶντα καλαμητρίδασ καὶ θεριστάσ· (Plutarch, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 1 17:1)

    (플루타르코스, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 1 17:1)

  • οὕτω δὲ ἄρα προσθήκη τῆσ γυναικὸσ ἦν ὥστε τῷ πεζῷ πολὺ διαφέρων ἐβούλετο τοῦ ναυτικοῦ τὸ κράτοσ εἶναι διὰ Κλεοπάτραν, καὶ ταῦτα πληρωμάτων ἀπορίᾳ συναρπαζομένουσ ὁρῶν ὑπὸ τῶν τριηραρχῶν ἐκ τῆσ πολλὰ δὴ τλάσησ Ἑλλάδοσ ὁδοιπόρουσ, ὀνηλάτασ, θεριστάσ, ἐφήβουσ, καὶ οὐδὲ οὕτω πληρουμένασ τὰσ ναῦσ, ἀλλὰ τὰσ πλείστασ ἀποδεεῖσ καὶ μοχθηρῶσ πλεούσασ. (Plutarch, Antony, chapter 62 1:1)

    (플루타르코스, Antony, chapter 62 1:1)

  • οὔτε Φιλίππου ξένον οὔτ’ Ἀλεξάνδρου φίλον εἴποιμ’ ἂν ἐγώ σε, οὐχ οὕτω μαίνομαι, εἰ μὴ καὶ τοὺσ θεριστὰσ καὶ τοὺσ ἄλλο τι μισθοῦ πράττοντασ φίλουσ καὶ ξένουσ δεῖ καλεῖν τῶν μισθωσαμένων. (Demosthenes, Speeches 11-20, 71:3)

    (데모스테네스, Speeches 11-20, 71:3)

  • οἱ δὲ τύραννοι μισθοῦ φύλακασ ἔχουσιν ὥσπερ θεριστάσ. (Xenophon, Minor Works, , chapter 6 11:4)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 6 11:4)

유의어

  1. 수확자

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION