헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσμυθολογέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσμυθολογέω προσμυθολογήσω

형태분석: προς (접두사) + μυθολογέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to talk or prattle with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσμυθολόγω

προσμυθολόγεις

προσμυθολόγει

쌍수 προσμυθολόγειτον

προσμυθολόγειτον

복수 προσμυθολόγουμεν

προσμυθολόγειτε

προσμυθολόγουσιν*

접속법단수 προσμυθολόγω

προσμυθολόγῃς

προσμυθολόγῃ

쌍수 προσμυθολόγητον

προσμυθολόγητον

복수 προσμυθολόγωμεν

προσμυθολόγητε

προσμυθολόγωσιν*

기원법단수 προσμυθολόγοιμι

προσμυθολόγοις

προσμυθολόγοι

쌍수 προσμυθολόγοιτον

προσμυθολογοίτην

복수 προσμυθολόγοιμεν

προσμυθολόγοιτε

προσμυθολόγοιεν

명령법단수 προσμυθολο͂γει

προσμυθολογεῖτω

쌍수 προσμυθολόγειτον

προσμυθολογεῖτων

복수 προσμυθολόγειτε

προσμυθολογοῦντων, προσμυθολογεῖτωσαν

부정사 προσμυθολόγειν

분사 남성여성중성
προσμυθολογων

προσμυθολογουντος

προσμυθολογουσα

προσμυθολογουσης

προσμυθολογουν

προσμυθολογουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσμυθολόγουμαι

προσμυθολόγει, προσμυθολόγῃ

προσμυθολόγειται

쌍수 προσμυθολόγεισθον

προσμυθολόγεισθον

복수 προσμυθολογοῦμεθα

προσμυθολόγεισθε

προσμυθολόγουνται

접속법단수 προσμυθολόγωμαι

προσμυθολόγῃ

προσμυθολόγηται

쌍수 προσμυθολόγησθον

προσμυθολόγησθον

복수 προσμυθολογώμεθα

προσμυθολόγησθε

προσμυθολόγωνται

기원법단수 προσμυθολογοίμην

προσμυθολόγοιο

προσμυθολόγοιτο

쌍수 προσμυθολόγοισθον

προσμυθολογοίσθην

복수 προσμυθολογοίμεθα

προσμυθολόγοισθε

προσμυθολόγοιντο

명령법단수 προσμυθολόγου

προσμυθολογεῖσθω

쌍수 προσμυθολόγεισθον

προσμυθολογεῖσθων

복수 προσμυθολόγεισθε

προσμυθολογεῖσθων, προσμυθολογεῖσθωσαν

부정사 προσμυθολόγεισθαι

분사 남성여성중성
προσμυθολογουμενος

προσμυθολογουμενου

προσμυθολογουμενη

προσμυθολογουμενης

προσμυθολογουμενον

προσμυθολογουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσμυθολογήσω

προσμυθολογήσεις

προσμυθολογήσει

쌍수 προσμυθολογήσετον

προσμυθολογήσετον

복수 προσμυθολογήσομεν

προσμυθολογήσετε

προσμυθολογήσουσιν*

기원법단수 προσμυθολογήσοιμι

προσμυθολογήσοις

προσμυθολογήσοι

쌍수 προσμυθολογήσοιτον

προσμυθολογησοίτην

복수 προσμυθολογήσοιμεν

προσμυθολογήσοιτε

προσμυθολογήσοιεν

부정사 προσμυθολογήσειν

분사 남성여성중성
προσμυθολογησων

προσμυθολογησοντος

προσμυθολογησουσα

προσμυθολογησουσης

προσμυθολογησον

προσμυθολογησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσμυθολογήσομαι

προσμυθολογήσει, προσμυθολογήσῃ

προσμυθολογήσεται

쌍수 προσμυθολογήσεσθον

προσμυθολογήσεσθον

복수 προσμυθολογησόμεθα

προσμυθολογήσεσθε

προσμυθολογήσονται

기원법단수 προσμυθολογησοίμην

προσμυθολογήσοιο

προσμυθολογήσοιτο

쌍수 προσμυθολογήσοισθον

προσμυθολογησοίσθην

복수 προσμυθολογησοίμεθα

προσμυθολογήσοισθε

προσμυθολογήσοιντο

부정사 προσμυθολογήσεσθαι

분사 남성여성중성
προσμυθολογησομενος

προσμυθολογησομενου

προσμυθολογησομενη

προσμυθολογησομενης

προσμυθολογησομενον

προσμυθολογησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to talk or prattle with

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION