Ancient Greek-English Dictionary Language

παιδοποιέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: παιδοποιέω παιδοποιήσω

Structure: παιδοποιέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to beget children, has been begotten
  2. to bear children

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παιδοποίω παιδοποίεις παιδοποίει
Dual παιδοποίειτον παιδοποίειτον
Plural παιδοποίουμεν παιδοποίειτε παιδοποίουσιν*
SubjunctiveSingular παιδοποίω παιδοποίῃς παιδοποίῃ
Dual παιδοποίητον παιδοποίητον
Plural παιδοποίωμεν παιδοποίητε παιδοποίωσιν*
OptativeSingular παιδοποίοιμι παιδοποίοις παιδοποίοι
Dual παιδοποίοιτον παιδοποιοίτην
Plural παιδοποίοιμεν παιδοποίοιτε παιδοποίοιεν
ImperativeSingular παιδοποῖει παιδοποιεῖτω
Dual παιδοποίειτον παιδοποιεῖτων
Plural παιδοποίειτε παιδοποιοῦντων, παιδοποιεῖτωσαν
Infinitive παιδοποίειν
Participle MasculineFeminineNeuter
παιδοποιων παιδοποιουντος παιδοποιουσα παιδοποιουσης παιδοποιουν παιδοποιουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παιδοποίουμαι παιδοποίει, παιδοποίῃ παιδοποίειται
Dual παιδοποίεισθον παιδοποίεισθον
Plural παιδοποιοῦμεθα παιδοποίεισθε παιδοποίουνται
SubjunctiveSingular παιδοποίωμαι παιδοποίῃ παιδοποίηται
Dual παιδοποίησθον παιδοποίησθον
Plural παιδοποιώμεθα παιδοποίησθε παιδοποίωνται
OptativeSingular παιδοποιοίμην παιδοποίοιο παιδοποίοιτο
Dual παιδοποίοισθον παιδοποιοίσθην
Plural παιδοποιοίμεθα παιδοποίοισθε παιδοποίοιντο
ImperativeSingular παιδοποίου παιδοποιεῖσθω
Dual παιδοποίεισθον παιδοποιεῖσθων
Plural παιδοποίεισθε παιδοποιεῖσθων, παιδοποιεῖσθωσαν
Infinitive παιδοποίεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παιδοποιουμενος παιδοποιουμενου παιδοποιουμενη παιδοποιουμενης παιδοποιουμενον παιδοποιουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παιδοποιήσω παιδοποιήσεις παιδοποιήσει
Dual παιδοποιήσετον παιδοποιήσετον
Plural παιδοποιήσομεν παιδοποιήσετε παιδοποιήσουσιν*
OptativeSingular παιδοποιήσοιμι παιδοποιήσοις παιδοποιήσοι
Dual παιδοποιήσοιτον παιδοποιησοίτην
Plural παιδοποιήσοιμεν παιδοποιήσοιτε παιδοποιήσοιεν
Infinitive παιδοποιήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
παιδοποιησων παιδοποιησοντος παιδοποιησουσα παιδοποιησουσης παιδοποιησον παιδοποιησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παιδοποιήσομαι παιδοποιήσει, παιδοποιήσῃ παιδοποιήσεται
Dual παιδοποιήσεσθον παιδοποιήσεσθον
Plural παιδοποιησόμεθα παιδοποιήσεσθε παιδοποιήσονται
OptativeSingular παιδοποιησοίμην παιδοποιήσοιο παιδοποιήσοιτο
Dual παιδοποιήσοισθον παιδοποιησοίσθην
Plural παιδοποιησοίμεθα παιδοποιήσοισθε παιδοποιήσοιντο
Infinitive παιδοποιήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παιδοποιησομενος παιδοποιησομενου παιδοποιησομενη παιδοποιησομενης παιδοποιησομενον παιδοποιησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐπεὶ οὐκ ἂν ἡμᾶσ ἐκίνει ταῦτα οὐδ’ ἂν ἐπεθαυμάζομεν, εἰ μὴ γαμήσει ἢ παιδοποιήσεται. (Epictetus, Works, book 3, 81:1)

Synonyms

  1. to beget children

  2. to bear children

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION