헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

νομοθετητέος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: νομοθετητέος νομοθετητέᾱ νομοθετητέον

형태분석: νομοθετητε (어간) + ος (어미)

어원: 분사형

  1. to be settled by law
  2. one must ordain by law

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 νομοθετητέος

(이)가

νομοθετητέᾱ

(이)가

νομοθετητέον

(것)가

속격 νομοθετητέου

(이)의

νομοθετητέᾱς

(이)의

νομοθετητέου

(것)의

여격 νομοθετητέῳ

(이)에게

νομοθετητέᾱͅ

(이)에게

νομοθετητέῳ

(것)에게

대격 νομοθετητέον

(이)를

νομοθετητέᾱν

(이)를

νομοθετητέον

(것)를

호격 νομοθετητέε

(이)야

νομοθετητέᾱ

(이)야

νομοθετητέον

(것)야

쌍수주/대/호 νομοθετητέω

(이)들이

νομοθετητέᾱ

(이)들이

νομοθετητέω

(것)들이

속/여 νομοθετητέοιν

(이)들의

νομοθετητέαιν

(이)들의

νομοθετητέοιν

(것)들의

복수주격 νομοθετητέοι

(이)들이

νομοθετητέαι

(이)들이

νομοθετητέα

(것)들이

속격 νομοθετητέων

(이)들의

νομοθετητεῶν

(이)들의

νομοθετητέων

(것)들의

여격 νομοθετητέοις

(이)들에게

νομοθετητέαις

(이)들에게

νομοθετητέοις

(것)들에게

대격 νομοθετητέους

(이)들을

νομοθετητέᾱς

(이)들을

νομοθετητέα

(것)들을

호격 νομοθετητέοι

(이)들아

νομοθετητέαι

(이)들아

νομοθετητέα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to be settled by law

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION