헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μῆνιγξ

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μῆνιγξ μήνιγγος

형태분석: μηνιγγ (어간) + ς (어미)

  1. 막, 작은 피부
  1. membrane

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μῆνιγξ

막이

μήνιγγε

막들이

μήνιγγες

막들이

속격 μήνιγγος

막의

μηνίγγοιν

막들의

μηνίγγων

막들의

여격 μήνιγγι

막에게

μηνίγγοιν

막들에게

μήνιγξιν*

막들에게

대격 μήνιγγα

막을

μήνιγγε

막들을

μήνιγγας

막들을

호격 μῆνιγξ

막아

μήνιγγε

막들아

μήνιγγες

막들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Μάριοσ δὲ κατὰ σπουδὴν ἀναχθεὶσ καὶ διαπεράσασ τὸ πέλαγοσ πρὸσ Μήνιγγα τὴν νῆσον, ἐνταῦθα διαπυνθάνεται πρῶτον ὡσ ὁ παῖσ αὐτοῦ διασέσῳσται μετὰ Κεθήγου καὶ πορεύονται πρὸσ τὸν βασιλέα τῶν Νομάδων Ιἄμψαν, δεησόμενοι βοηθεῖν. (Plutarch, Caius Marius, chapter 40 2:2)

    (플루타르코스, Caius Marius, chapter 40 2:2)

  • Ἐρασίστρατοσ περὶ τὴν μήνιγγα τοῦ ἐγκεφάλου, ἣν ἐπικρανίδα λέγει. (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 4, chapter 5 2:1)

    (위 플루타르코스, Placita Philosophorum, book 4, chapter 5 2:1)

  • Καὶ ἢν διὰ παντὸσ τοῦ ὀστέου ἄμφω αἱ μοῖραι ἐσφλασθῶσιν ἔσω ἐσ τὴν μήνιγγα, ἥ τε ἄνω μοίρη τοῦ ὀστέου καὶ ἡ κάτω, ἰητρεύοντι ὡσαύτωσ τὸ ἕλκοσ ὑγιὲσ τάχιστα ἔσται, καὶ τὰ ὀστέα τάχιστα ἐπάνεισι, τὰ ἐσφλασθέντα ἔσω. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 17.5)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 17.5)

  • Ἀλλὰ χρὴ, εἰ ἐννοοίησ τὸν πυρετὸν ἐπιλαμβάνοντα, καὶ τῶν ἄλλων τι σημεῖον τούτῳ προσγενόμενον, μὴ διατρίβειν, ἀλλὰ πρίσαντα τὸ ὀστέον πρὸσ τὴν μήνιγγα, ἢ καταξύσαντα τῷ ξυστῆρι εὑ̓́πριστον δὲ γίνεται καὶ εὔξυστον̓, ἔπειτα τὰ λοιπὰ οὕτωσ ἰητρεύειν, ὅκωσ ἂν δοκέῃ ξυμφέρειν, πρὸσ τὸ γινόμενον ὁρῶν. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 19.9)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 19.9)

  • Περὶ δὲ πρίσιοσ, ὅταν καταλάβῃ ἀνάγκη πρίσαι ἄνθρωπον, ὧδε γινώσκειν‧ ἢν ἐξ ἀρχῆσ λαβὼν τὸ ἰήμα πρίῃσ, οὐ χρὴ ἐκπρίειν τὸ ὀστέον πρὸσ τὴν μήνιγγα αὐτίκα‧ οὐ γὰρ συμφέρει τὴν μήνιγγαψιλὴν εἶναι τοῦ ὀστέου ἐπὶ πουλὺν χρόνον κακοπαθοῦσαν, ἀλλὰ τελευτῶσά πη καὶ διεμύδησεν. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 21.1)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 21.1)

유의어

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION