고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: μεταστρεπτικός μεταστρεπτική μεταστρεπτικόν
Structure: μεταστρεπτικ (Stem) + ος (Ending)
| Masculine | Feminine | Neuter | ||
|---|---|---|---|---|
| Singular | Nominative | μεταστρεπτικός | μεταστρεπτική | μεταστρεπτικόν |
| Genitive | μεταστρεπτικοῦ | μεταστρεπτικῆς | μεταστρεπτικοῦ | |
| Dative | μεταστρεπτικῷ | μεταστρεπτικῇ | μεταστρεπτικῷ | |
| Accusative | μεταστρεπτικόν | μεταστρεπτικήν | μεταστρεπτικόν | |
| Vocative | μεταστρεπτικέ | μεταστρεπτική | μεταστρεπτικόν | |
| Dual | N/A/V | μεταστρεπτικώ | μεταστρεπτικᾱ́ | μεταστρεπτικώ |
| G/D | μεταστρεπτικοῖν | μεταστρεπτικαῖν | μεταστρεπτικοῖν | |
| Plural | Nominative | μεταστρεπτικοί | μεταστρεπτικαί | μεταστρεπτικά |
| Genitive | μεταστρεπτικῶν | μεταστρεπτικῶν | μεταστρεπτικῶν | |
| Dative | μεταστρεπτικοῖς | μεταστρεπτικαῖς | μεταστρεπτικοῖς | |
| Accusative | μεταστρεπτικούς | μεταστρεπτικᾱ́ς | μεταστρεπτικά | |
| Vocative | μεταστρεπτικοί | μεταστρεπτικαί | μεταστρεπτικά | |
| Positive | Comparative | Superlative | |
|---|---|---|---|
| Adjective | μεταστρεπτικός μεταστρεπτικοῦ | μεταστρεπτικώτερος μεταστρεπτικωτεροῦ | μεταστρεπτικώτατος μεταστρεπτικωτατοῦ |
| Adverb | μεταστρεπτικώς | μεταστρεπτικώτερον | μεταστρεπτικώτατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []

이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기