헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λάρυγξ

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λάρυγξ λάρυγγος

형태분석: λαρυγγ (어간) + ς (어미)

  1. 기관, 숨구멍
  2. 목구멍, 목, 식도
  1. larynx, upper part of windpipe
  2. windpipe
  3. gullet, throat

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • χεῖρασ ἔχουσι, καὶ οὐ ψηλαφήσουσι, πόδασ ἔχουσι καὶ οὐ περιπατήσουσιν, οὐ φωνήσουσιν ἐν τῷ λάρυγγι αὐτῶν. (Septuagint, Liber Psalmorum 113:15)

    (70인역 성경, 시편 113:15)

  • αἱ ὑψώσεισ τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ λάρυγγι αὐτῶν, καὶ ῥομφαῖαι δίστομοι ἐν ταῖσ χερσὶν αὐτῶν (Septuagint, Liber Psalmorum 149:6)

    (70인역 성경, 시편 149:6)

  • οἱ δὲ ἀκούσαντεσ ἐμακάρισάν με, καὶ γλῶσσα αὐτῶν τῷ λάρυγγι αὐτῶν ἐκολλήθη. (Septuagint, Liber Iob 29:10)

    (70인역 성경, 욥기 29:10)

  • ἐξηράνθη ὡσεὶ ὄστρακον ἡ ἰσχύσ μου, καὶ ἡ γλῶσσά μου κεκόλληται τῷ λάρυγγί μου, καὶ εἰσ χοῦν θανάτου κατήγαγέσ με. (Septuagint, Liber Psalmorum 21:16)

    (70인역 성경, 시편 21:16)

  • ὡσ γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγιά σου, ὑπὲρ μέλι τῷ στόματί μου. (Septuagint, Liber Psalmorum 118:103)

    (70인역 성경, 시편 118:103)

  • κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν μή σου μνησθῶ, ἐὰν μὴ προανατάξωμαι τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡσ ἐν ἀρχῇ τῆσ εὐφροσύνησ μου. (Septuagint, Liber Psalmorum 136:6)

    (70인역 성경, 시편 136:6)

유의어

  1. 기관

  2. 목구멍

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION