헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κύστις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κύστις κύστεως

형태분석: κυστι (어간) + ς (어미)

어원: ku/w

  1. 방광, 부레
  1. bladder

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κύστις

방광이

κύστει

방광들이

κύστεις

방광들이

속격 κύστεως

방광의

κύστοιν

방광들의

κύστεων

방광들의

여격 κύστει

방광에게

κύστοιν

방광들에게

κύστεσιν*

방광들에게

대격 κύστιν

방광을

κύστει

방광들을

κύστεις

방광들을

호격 κύστι

방광아

κύστει

방광들아

κύστεις

방광들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Διοπείθησ δὲ ὁ Λοκρόσ, ὥσ φησι Φανόδημοσ, παραγενόμενοσ εἰσ Θήβασ καὶ ὑποζωννύμενοσ οἴνου κύστεισ μεστὰσ καὶ γάλακτοσ καὶ ταύτασ ἀποθλίβων ἀνιμᾶν ἔλεγεν ἐκ τοῦ στόματοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 35 3:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 35 3:2)

  • καὶ γὰρ καὶ αἱ κύστεισ ἑκάτεραι ἥ τε τὸ οὖρον ὑποδεχομένη καὶ ἡ τὴν ξανθὴν χολὴν οὐ μόνον τῶν ἄλλων ἁπάντων ἀλλὰ καὶ ἀλλήλων διαφέρουσι καὶ οἱ εἰσ τὸ ἧπαρ ἀποφυόμενοι πόροι, καθάπερ στόμαχοί τινεσ ἀπὸ τῆσ χοληδόχου κύστεωσ, οὐδὲν οὔτ’ ἀρτηρίαισ οὔτε φλεψὶν οὔτε νεύροισ ἐοίκασιν. (Galen, On the Natural Faculties., , section 621)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., , section 621)

  • Τὰσ κύστεισ τῶν ὑῶν λαβόντεσ οἱ παῖδεσ πληροῦσί τε πνεύματοσ καὶ τρίβουσιν ἐπὶ τῆσ τέφρασ πλησίον τοῦ πυρόσ, ὡσ ἀλεαίνεσθαι μέν, βλάπτεσθαι δὲ μηδέν· (Galen, On the Natural Faculties., , section 79)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., , section 79)

  • ἐναργῶσ γὰρ ὁσημέραι θεωρεῖσθαι τὰσ κύστεισ ἁπάσασ, εἴ τισ αὐτὰσ ἐμπλήσειεν ὕδατοσ ἢ ἀέροσ, εἶτα δήσασ τὸν τράχηλον πιέζοι πανταχόθεν, οὐδαμόθεν μεθιείσασ οὐδέν, ἀλλ’ ἀκριβῶσ ἅπαν ἐντὸσ ἑαυτῶν στεγούσασ. (Galen, On the Natural Faculties., , section 1318)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., , section 1318)

  • οὐ γὰρ ἔστιν οὐδέποτε κενὴν εὑρεῖν χώραν οὔτε κατὰ τὰσ ὑστέρασ οὔτε κατὰ τὴν κοιλίαν οὔτε κατὰ τὰσ κύστεισ ἀμφοτέρασ οὔτε κατὰ τὴν χοληδόχον ὀνομαζομένην οὔτε τὴν ἑτέραν· (Galen, On the Natural Faculties., G, section 424)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., G, section 424)

유의어

  1. 방광

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION