Ancient Greek-English Dictionary Language

καθομιλέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: καθομιλέω καθομιλήσω

Structure: κατ (Prefix) + ὁμιλέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to conciliate by daily intercourse, to win the favour of

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καθομιλῶ καθομιλεῖς καθομιλεῖ
Dual καθομιλεῖτον καθομιλεῖτον
Plural καθομιλοῦμεν καθομιλεῖτε καθομιλοῦσιν*
SubjunctiveSingular καθομιλῶ καθομιλῇς καθομιλῇ
Dual καθομιλῆτον καθομιλῆτον
Plural καθομιλῶμεν καθομιλῆτε καθομιλῶσιν*
OptativeSingular καθομιλοῖμι καθομιλοῖς καθομιλοῖ
Dual καθομιλοῖτον καθομιλοίτην
Plural καθομιλοῖμεν καθομιλοῖτε καθομιλοῖεν
ImperativeSingular καθομίλει καθομιλείτω
Dual καθομιλεῖτον καθομιλείτων
Plural καθομιλεῖτε καθομιλούντων, καθομιλείτωσαν
Infinitive καθομιλεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
καθομιλων καθομιλουντος καθομιλουσα καθομιλουσης καθομιλουν καθομιλουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καθομιλοῦμαι καθομιλεῖ, καθομιλῇ καθομιλεῖται
Dual καθομιλεῖσθον καθομιλεῖσθον
Plural καθομιλούμεθα καθομιλεῖσθε καθομιλοῦνται
SubjunctiveSingular καθομιλῶμαι καθομιλῇ καθομιλῆται
Dual καθομιλῆσθον καθομιλῆσθον
Plural καθομιλώμεθα καθομιλῆσθε καθομιλῶνται
OptativeSingular καθομιλοίμην καθομιλοῖο καθομιλοῖτο
Dual καθομιλοῖσθον καθομιλοίσθην
Plural καθομιλοίμεθα καθομιλοῖσθε καθομιλοῖντο
ImperativeSingular καθομιλοῦ καθομιλείσθω
Dual καθομιλεῖσθον καθομιλείσθων
Plural καθομιλεῖσθε καθομιλείσθων, καθομιλείσθωσαν
Infinitive καθομιλεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
καθομιλουμενος καθομιλουμενου καθομιλουμενη καθομιλουμενης καθομιλουμενον καθομιλουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • "ἐμιμεῖτο δὲ Ἀλκιβιάδησ τὸν Παυσανίου μηδισμὸν καὶ καθομιλῶν Φαρνάβαζον τὴν Περσικὴν ἐνεδύετο στολὴν καὶ τὴν Περσικὴν ἔμαθε φωνήν, καθάπερ καὶ Θεμιστοκλῆσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 47 3:24)
  • Οὕτω καθομιλῶν τὸν Καίσαρα ὁ Κοκκήιοσ ἐκείνην τε τὴν ἡμέραν ἐξενίζετο παρ’ αὐτῷ καὶ ἐδεῖτο ἐπιστεῖλαί τι τῷ Ἀντωνίῳ, νεώτερον ὄντα πρεσβυτέρῳ. (Appian, The Civil Wars, book 5, chapter 7 4:1)
  • διέθηκεν δὲ πρὸσ αὐτὰ καὶ τὸν θεῖον Φερώραν Ἀντίπατροσ ἐχθρωδῶσ καὶ τὴν τηθίδα Σαλώμην, ὡσ ἂν γαμετὴν οὖσαν, καθομιλῶν ἀεὶ καὶ παροξύνων. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 673:4)

Synonyms

  1. to conciliate by daily intercourse

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION