헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κακοτεχνία

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κακοτεχνία

형태분석: κακοτεχνι (어간) + ᾱ (어미)

어원: from kako/texnos

  1. 불완전함, 어색한 흉내, 상상
  1. bad art
  2. forgeries, falsifications
  3. bad, base art

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • διόπερ ἦσαν ἴδιοι καθ’ ἑκάστην ἁρμονίαν αὐλοὶ καὶ ἑκάστοισ αὐλητῶν ὑπῆρχον αὐλοὶ ἑκάστῃ ἁρμονίᾳ πρόσφοροι ἐν τοῖσ ἀγῶσι Πρόνομοσ δ’ ὁ Θηβαῖοσ πρῶτοσ ηὔλησεν ἀπὸ τῶν αὐτῶν αὐλῶν πάσασ τὰσ ἁρμονίασ, νῦν δὲ εἰκῇ καὶ ἀλόγωσ ἅπτονται τῆσ μουσικῆσ, καὶ πάλαι μὲν τὸ παρὰ τοῖσ ὄχλοισ εὐδοκιμεῖν σημεῖον ἦν κακοτεχνίασ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 312)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 312)

  • πᾶσι δὲ τοῖσ περὶ τὸν τοῦ σώματοσ καλλωπισμὸν δημιουργοῖσ ἀνεπίβατον ἐποίησε τὴν Σπάρτην, ὡσ διὰ τῆσ κακοτεχνίασ τὰσ τέχνασ λυμαινομένοισ. (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 191)

    (플루타르코스, Apophthegmata Laconica, , section 191)

  • πᾶσι δὲ τοῖσ περὶ τὸν τοῦ σώματοσ καλλωπισμὸν δημιουργοῖσ ἀνεπίβατον ἐποίησε τὴν Σπάρτην, ὡσ διὰ τῆσ κακοτεχνίασ τὰσ τέχνασ λυμαινομένοισ. (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 191)

    (플루타르코스, Apophthegmata Laconica, , section 191)

  • καίτοι ὅ γε καθ’ ἡμᾶσ βίοσ εἰσ πάντασ σχεδόν τι διατέτακε τὴν πρὸσ τὸ χεῖρον μεταβολήν, τρυφὴν καὶ ἡδονὰσ καὶ κακοτεχνίασ καὶ πλεονεξίασ μυρίασ πρὸσ ταῦτ’ εἰσάγων. (Strabo, Geography, Book 7, chapter 3 14:15)

    (스트라본, 지리학, Book 7, chapter 3 14:15)

유의어

  1. bad art

  2. 불완전함

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION