Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐμπορικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐμπορικός ἐμπορική ἐμπορικόν

Structure: ἐμπορικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from e)/mporos

Sense

  1. commercial, mercantile, mercantile, to be used in trade
  2. imported, foreign

Examples

  • οἱ δ’ ἐμπορικοὶ καὶ στρατιωτικοὶ τελέωσ ἐξανηλίσκοντο, ὥστ’ ἐπ’ αὐτῶν καὶ παροιμίαν ἐκπεσεῖν τοιαύτην οὐ παντὸσ ἀνδρὸσ εἰσ Κόρινθόν ἐσθ’ ὁ πλοῦσ. (Strabo, Geography, Book 12, chapter 3 57:7)
  • καὶ οἱ νῦν δὲ ἐξ Αἰγύπτου πλέοντεσ ἐμπορικοὶ τῷ Νείλῳ καὶ τῷ Ἀραβίῳ κόλπῳ μέχρι τῆσ Ἰνδικῆσ σπάνιοι μὲν καὶ περιπεπλεύκασι μέχρι τοῦ Γάγγου, καὶ οὗτοι δ’ ἰδιῶται καὶ οὐδὲν πρὸσ ἱστορίαν τῶν τόπων χρήσιμοι. (Strabo, Geography, book 15, chapter 1 8:1)
  • οὐδὲ γὰρ κατὰ γῆν σφόδρα πολεμισταί εἰσιν ἀλλὰ κάπηλοι μᾶλλον οἱ Ἄραβεσ καὶ ἐμπορικοί, μήτι γε κατὰ θάλατταν· (Strabo, Geography, book 16, chapter 4 45:5)

Synonyms

  1. imported

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION