Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐκτυπόω

ο-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἐκτυπόω ἐκτυπώσω

Structure: ἐκ (Prefix) + τυπό (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from e)/ktupos

Sense

  1. to model or work in relief

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐκτύπω ἐκτύποις ἐκτύποι
Dual ἐκτύπουτον ἐκτύπουτον
Plural ἐκτύπουμεν ἐκτύπουτε ἐκτύπουσιν*
SubjunctiveSingular ἐκτύπω ἐκτύποις ἐκτύποι
Dual ἐκτύπωτον ἐκτύπωτον
Plural ἐκτύπωμεν ἐκτύπωτε ἐκτύπωσιν*
OptativeSingular ἐκτύποιμι ἐκτύποις ἐκτύποι
Dual ἐκτύποιτον ἐκτυποίτην
Plural ἐκτύποιμεν ἐκτύποιτε ἐκτύποιεν
ImperativeSingular ἐκτῦπου ἐκτυποῦτω
Dual ἐκτύπουτον ἐκτυποῦτων
Plural ἐκτύπουτε ἐκτυποῦντων, ἐκτυποῦτωσαν
Infinitive ἐκτύπουν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐκτυπων ἐκτυπουντος ἐκτυπουσα ἐκτυπουσης ἐκτυπουν ἐκτυπουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐκτύπουμαι ἐκτύποι ἐκτύπουται
Dual ἐκτύπουσθον ἐκτύπουσθον
Plural ἐκτυποῦμεθα ἐκτύπουσθε ἐκτύπουνται
SubjunctiveSingular ἐκτύπωμαι ἐκτύποι ἐκτύπωται
Dual ἐκτύπωσθον ἐκτύπωσθον
Plural ἐκτυπώμεθα ἐκτύπωσθε ἐκτύπωνται
OptativeSingular ἐκτυποίμην ἐκτύποιο ἐκτύποιτο
Dual ἐκτύποισθον ἐκτυποίσθην
Plural ἐκτυποίμεθα ἐκτύποισθε ἐκτύποιντο
ImperativeSingular ἐκτύπου ἐκτυποῦσθω
Dual ἐκτύπουσθον ἐκτυποῦσθων
Plural ἐκτύπουσθε ἐκτυποῦσθων, ἐκτυποῦσθωσαν
Infinitive ἐκτύπουσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐκτυπουμενος ἐκτυπουμενου ἐκτυπουμενη ἐκτυπουμενης ἐκτυπουμενον ἐκτυπουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • διὸ μᾶλλον μὲν ὅλον τὸν ἐνιαυτὸν καὶ βίον χρή, μάλιστα δὲ ὁπόσον ἂν γεννᾷ χρόνον, εὐλαβεῖσθαι καὶ μὴ πράττειν μήτε ὅσα νοσώδη ἑκόντα εἶναι μήτε ὅσα ὕβρεωσ ἢ ἀδικίασ ἐχόμενα ‐ εἰσ γὰρ τὰσ τῶν γεννωμένων ψυχὰσ καὶ σώματα ἀναγκαῖον ἐξομοργνύμενον ἐκτυποῦσθαι καὶ τίκτειν πάντῃ φαυλότερα ‐ διαφερόντωσ δὲ ἐκείνην τὴν ἡμέραν καὶ νύκτα ἀπέχεσθαι τῶν περὶ τὰ τοιαῦτα· (Plato, Laws, book 6 172:2)

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION