Ancient Greek-English Dictionary Language

διακινδυνεύω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διακινδυνεύω διακινδυνεύσω

Structure: δια (Prefix) + κινδυνεύ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to run all risks, make a desperate attempt, hazard all, to be risked, hazarded

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διακινδυνεύω διακινδυνεύεις διακινδυνεύει
Dual διακινδυνεύετον διακινδυνεύετον
Plural διακινδυνεύομεν διακινδυνεύετε διακινδυνεύουσιν*
SubjunctiveSingular διακινδυνεύω διακινδυνεύῃς διακινδυνεύῃ
Dual διακινδυνεύητον διακινδυνεύητον
Plural διακινδυνεύωμεν διακινδυνεύητε διακινδυνεύωσιν*
OptativeSingular διακινδυνεύοιμι διακινδυνεύοις διακινδυνεύοι
Dual διακινδυνεύοιτον διακινδυνευοίτην
Plural διακινδυνεύοιμεν διακινδυνεύοιτε διακινδυνεύοιεν
ImperativeSingular διακινδύνευε διακινδυνευέτω
Dual διακινδυνεύετον διακινδυνευέτων
Plural διακινδυνεύετε διακινδυνευόντων, διακινδυνευέτωσαν
Infinitive διακινδυνεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διακινδυνευων διακινδυνευοντος διακινδυνευουσα διακινδυνευουσης διακινδυνευον διακινδυνευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διακινδυνεύομαι διακινδυνεύει, διακινδυνεύῃ διακινδυνεύεται
Dual διακινδυνεύεσθον διακινδυνεύεσθον
Plural διακινδυνευόμεθα διακινδυνεύεσθε διακινδυνεύονται
SubjunctiveSingular διακινδυνεύωμαι διακινδυνεύῃ διακινδυνεύηται
Dual διακινδυνεύησθον διακινδυνεύησθον
Plural διακινδυνευώμεθα διακινδυνεύησθε διακινδυνεύωνται
OptativeSingular διακινδυνευοίμην διακινδυνεύοιο διακινδυνεύοιτο
Dual διακινδυνεύοισθον διακινδυνευοίσθην
Plural διακινδυνευοίμεθα διακινδυνεύοισθε διακινδυνεύοιντο
ImperativeSingular διακινδυνεύου διακινδυνευέσθω
Dual διακινδυνεύεσθον διακινδυνευέσθων
Plural διακινδυνεύεσθε διακινδυνευέσθων, διακινδυνευέσθωσαν
Infinitive διακινδυνεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διακινδυνευομενος διακινδυνευομενου διακινδυνευομενη διακινδυνευομενης διακινδυνευομενον διακινδυνευομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διακινδυνεύσω διακινδυνεύσεις διακινδυνεύσει
Dual διακινδυνεύσετον διακινδυνεύσετον
Plural διακινδυνεύσομεν διακινδυνεύσετε διακινδυνεύσουσιν*
OptativeSingular διακινδυνεύσοιμι διακινδυνεύσοις διακινδυνεύσοι
Dual διακινδυνεύσοιτον διακινδυνευσοίτην
Plural διακινδυνεύσοιμεν διακινδυνεύσοιτε διακινδυνεύσοιεν
Infinitive διακινδυνεύσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διακινδυνευσων διακινδυνευσοντος διακινδυνευσουσα διακινδυνευσουσης διακινδυνευσον διακινδυνευσοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διακινδυνεύσομαι διακινδυνεύσει, διακινδυνεύσῃ διακινδυνεύσεται
Dual διακινδυνεύσεσθον διακινδυνεύσεσθον
Plural διακινδυνευσόμεθα διακινδυνεύσεσθε διακινδυνεύσονται
OptativeSingular διακινδυνευσοίμην διακινδυνεύσοιο διακινδυνεύσοιτο
Dual διακινδυνεύσοισθον διακινδυνευσοίσθην
Plural διακινδυνευσοίμεθα διακινδυνεύσοισθε διακινδυνεύσοιντο
Infinitive διακινδυνεύσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διακινδυνευσομενος διακινδυνευσομενου διακινδυνευσομενη διακινδυνευσομενης διακινδυνευσομενον διακινδυνευσομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐπὶ τούτῳ δὲ λέγεται τοὺσ ἐφόρουσ στεφανώσαντασ αὐτὸν εἶτα χιλίων δραχμῶν ἐπιβαλεῖν ζημίαν, ὅτι χωρὶσ ὅπλων διακινδυνεύειν ἐτόλμησεν. (Plutarch, Agesilaus, chapter 34 8:1)
  • ἐπεὶ δὲ βαδίζοντεσ ἐπ’ ἀλλήλουσ καὶ γενόμενοι περὶ τὴν Σκοτοῦσαν ἐνταῦθα διακινδυνεύειν ἔμελλον, οὐχ, ὅπερ εἰκὸσ ἦν, πρὸσ δέουσ ἔλαβον οἱ στρατοὶ τὴν ἀλλήλων γειτνίασιν, ἀλλὰ καὶ μᾶλλον ὁρμῆσ καὶ φιλοτιμίασ ἐπληροῦντο, Ῥωμαῖοι μὲν, εἰ Μακεδόνων κρατήσουσιν, ὧν ὄνομα δι’ Ἀλέξανδρον ἀλκῆσ καὶ δυνάμεωσ πλεῖστον ἦν παρ’ αὐτοῖσ, Μακεδόνεσ δὲ Ῥωμαίουσ Περσῶν ἡγούμενοι διαφέρειν ἤλπιζον, εἰ περιγένοιντο, λαμπρότερον ἀποδείξειν Ἀλεξάνδρου Φίλιππον. (Plutarch, Titus Flamininus, chapter 7 3:1)
  • ὡσ οὖν ἐδέδοκτο διακινδυνεύειν καὶ περὶ τὰ Λεῦκτρα τοῖσ Λακεδαιμονίοισ ἀντεστρατοπέδευον, ὄψιν εἶδε κατὰ τοὺσ ὕπνουσ ὁ Πελοπίδασ εὖ μάλα διαταράξασαν αὐτόν, ἔστι γὰρ ἐν τῷ Λευκτρικῷ πεδίῳ τὰ σήματα τῶν τοῦ Σκεδάσου θυγατέρων, ἃσ Λευκτρίδασ καλοῦσι διὰ τὸν τόπον· (Plutarch, Pelopidas, chapter 20 3:1)
  • ταύτην ὁδοῦ πάρεργον, ὡσ μὴ δοκοίη πάντα πρὸσ ἀνάγκην πονεῖν, ὑποστὰσ ἀνεῖλε, καὶ ἅμα τῶν μὲν ἀνθρώπων τοῖσ πονηροῖσ ἀμυνόμενον οἰόμενοσ δεῖν τὸν ἀγαθὸν προσφέρεσθαι, τῶν δὲ θηρίων καὶ προεπιχειροῦντα τοῖσ γενναίοισ μάχεσθαι καὶ διακινδυνεύειν. (Plutarch, chapter 9 1:2)
  • γνώμην μὲν οὖν οὐδέτεροσ εἶχεν ἔν γε τῷ παρόντι διακινδυνεύειν ἔλαφον δὲ λέγεται τῶν βασιλικῶν διωκόντων ὑποτεμνομένουσ ἀπαντῆσαι τοὺσ Ῥωμαίουσ, ἐκ δὲ τούτου συμπεσόντασ ἀγωνίζεσθαι πλειόνων ἑκατέροισ ἀεὶ προσγινομένων. (Plutarch, Lucullus, chapter 15 5:1)

Synonyms

  1. to run all risks

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION