헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βαπτίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βαπτίζω βαπτίσω ἐβάπτισα βεβάπτισμαι ἐβαπτίσθην

형태분석: βαπτίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 짚다, 무자맥질하다, 담그다
  2. 가라앉다, 주저앉다, 잠기다
  3. 적시다, 우려내다, 담그다
  4. 날려버리다, 목욕시키다, 씻기다, 휩쓸어가다
  5. 목욕하다, 감다
  6. 세례를 베풀다, 세례시키다
  1. I dip, plunge
  2. I immerse
  3. (passive) I drown, sink (of ships)
  4. I get wet, soak
  5. I wash, clean with water, clean by dipping or submerging
  6. (passive) I bathe
  7. I draw water (or other liquid)
  8. I baptize
  9. (passive) I perform ablutions

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βαπτίζω

(나는) 짚는다

βαπτίζεις

(너는) 짚는다

βαπτίζει

(그는) 짚는다

쌍수 βαπτίζετον

(너희 둘은) 짚는다

βαπτίζετον

(그 둘은) 짚는다

복수 βαπτίζομεν

(우리는) 짚는다

βαπτίζετε

(너희는) 짚는다

βαπτίζουσιν*

(그들은) 짚는다

접속법단수 βαπτίζω

(나는) 짚자

βαπτίζῃς

(너는) 짚자

βαπτίζῃ

(그는) 짚자

쌍수 βαπτίζητον

(너희 둘은) 짚자

βαπτίζητον

(그 둘은) 짚자

복수 βαπτίζωμεν

(우리는) 짚자

βαπτίζητε

(너희는) 짚자

βαπτίζωσιν*

(그들은) 짚자

기원법단수 βαπτίζοιμι

(나는) 짚기를 (바라다)

βαπτίζοις

(너는) 짚기를 (바라다)

βαπτίζοι

(그는) 짚기를 (바라다)

쌍수 βαπτίζοιτον

(너희 둘은) 짚기를 (바라다)

βαπτιζοίτην

(그 둘은) 짚기를 (바라다)

복수 βαπτίζοιμεν

(우리는) 짚기를 (바라다)

βαπτίζοιτε

(너희는) 짚기를 (바라다)

βαπτίζοιεν

(그들은) 짚기를 (바라다)

명령법단수 βάπτιζε

(너는) 짚어라

βαπτιζέτω

(그는) 짚어라

쌍수 βαπτίζετον

(너희 둘은) 짚어라

βαπτιζέτων

(그 둘은) 짚어라

복수 βαπτίζετε

(너희는) 짚어라

βαπτιζόντων, βαπτιζέτωσαν

(그들은) 짚어라

부정사 βαπτίζειν

짚는 것

분사 남성여성중성
βαπτιζων

βαπτιζοντος

βαπτιζουσα

βαπτιζουσης

βαπτιζον

βαπτιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βαπτίζομαι

(나는) 짚어진다

βαπτίζει, βαπτίζῃ

(너는) 짚어진다

βαπτίζεται

(그는) 짚어진다

쌍수 βαπτίζεσθον

(너희 둘은) 짚어진다

βαπτίζεσθον

(그 둘은) 짚어진다

복수 βαπτιζόμεθα

(우리는) 짚어진다

βαπτίζεσθε

(너희는) 짚어진다

βαπτίζονται

(그들은) 짚어진다

접속법단수 βαπτίζωμαι

(나는) 짚어지자

βαπτίζῃ

(너는) 짚어지자

βαπτίζηται

(그는) 짚어지자

쌍수 βαπτίζησθον

(너희 둘은) 짚어지자

βαπτίζησθον

(그 둘은) 짚어지자

복수 βαπτιζώμεθα

(우리는) 짚어지자

βαπτίζησθε

(너희는) 짚어지자

βαπτίζωνται

(그들은) 짚어지자

기원법단수 βαπτιζοίμην

(나는) 짚어지기를 (바라다)

βαπτίζοιο

(너는) 짚어지기를 (바라다)

βαπτίζοιτο

(그는) 짚어지기를 (바라다)

쌍수 βαπτίζοισθον

(너희 둘은) 짚어지기를 (바라다)

βαπτιζοίσθην

(그 둘은) 짚어지기를 (바라다)

복수 βαπτιζοίμεθα

(우리는) 짚어지기를 (바라다)

βαπτίζοισθε

(너희는) 짚어지기를 (바라다)

βαπτίζοιντο

(그들은) 짚어지기를 (바라다)

명령법단수 βαπτίζου

(너는) 짚어져라

βαπτιζέσθω

(그는) 짚어져라

쌍수 βαπτίζεσθον

(너희 둘은) 짚어져라

βαπτιζέσθων

(그 둘은) 짚어져라

복수 βαπτίζεσθε

(너희는) 짚어져라

βαπτιζέσθων, βαπτιζέσθωσαν

(그들은) 짚어져라

부정사 βαπτίζεσθαι

짚어지는 것

분사 남성여성중성
βαπτιζομενος

βαπτιζομενου

βαπτιζομενη

βαπτιζομενης

βαπτιζομενον

βαπτιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βαπτίσω

(나는) 짚겠다

βαπτίσεις

(너는) 짚겠다

βαπτίσει

(그는) 짚겠다

쌍수 βαπτίσετον

(너희 둘은) 짚겠다

βαπτίσετον

(그 둘은) 짚겠다

복수 βαπτίσομεν

(우리는) 짚겠다

βαπτίσετε

(너희는) 짚겠다

βαπτίσουσιν*

(그들은) 짚겠다

기원법단수 βαπτίσοιμι

(나는) 짚겠기를 (바라다)

βαπτίσοις

(너는) 짚겠기를 (바라다)

βαπτίσοι

(그는) 짚겠기를 (바라다)

쌍수 βαπτίσοιτον

(너희 둘은) 짚겠기를 (바라다)

βαπτισοίτην

(그 둘은) 짚겠기를 (바라다)

복수 βαπτίσοιμεν

(우리는) 짚겠기를 (바라다)

βαπτίσοιτε

(너희는) 짚겠기를 (바라다)

βαπτίσοιεν

(그들은) 짚겠기를 (바라다)

부정사 βαπτίσειν

짚을 것

분사 남성여성중성
βαπτισων

βαπτισοντος

βαπτισουσα

βαπτισουσης

βαπτισον

βαπτισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βαπτίσομαι

(나는) 짚어지겠다

βαπτίσει, βαπτίσῃ

(너는) 짚어지겠다

βαπτίσεται

(그는) 짚어지겠다

쌍수 βαπτίσεσθον

(너희 둘은) 짚어지겠다

βαπτίσεσθον

(그 둘은) 짚어지겠다

복수 βαπτισόμεθα

(우리는) 짚어지겠다

βαπτίσεσθε

(너희는) 짚어지겠다

βαπτίσονται

(그들은) 짚어지겠다

기원법단수 βαπτισοίμην

(나는) 짚어지겠기를 (바라다)

βαπτίσοιο

(너는) 짚어지겠기를 (바라다)

βαπτίσοιτο

(그는) 짚어지겠기를 (바라다)

쌍수 βαπτίσοισθον

(너희 둘은) 짚어지겠기를 (바라다)

βαπτισοίσθην

(그 둘은) 짚어지겠기를 (바라다)

복수 βαπτισοίμεθα

(우리는) 짚어지겠기를 (바라다)

βαπτίσοισθε

(너희는) 짚어지겠기를 (바라다)

βαπτίσοιντο

(그들은) 짚어지겠기를 (바라다)

부정사 βαπτίσεσθαι

짚어질 것

분사 남성여성중성
βαπτισομενος

βαπτισομενου

βαπτισομενη

βαπτισομενης

βαπτισομενον

βαπτισομενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βαπτισθήσομαι

(나는) 짚어지겠다

βαπτισθήσῃ

(너는) 짚어지겠다

βαπτισθήσεται

(그는) 짚어지겠다

쌍수 βαπτισθήσεσθον

(너희 둘은) 짚어지겠다

βαπτισθήσεσθον

(그 둘은) 짚어지겠다

복수 βαπτισθησόμεθα

(우리는) 짚어지겠다

βαπτισθήσεσθε

(너희는) 짚어지겠다

βαπτισθήσονται

(그들은) 짚어지겠다

기원법단수 βαπτισθησοίμην

(나는) 짚어지겠기를 (바라다)

βαπτισθήσοιο

(너는) 짚어지겠기를 (바라다)

βαπτισθήσοιτο

(그는) 짚어지겠기를 (바라다)

쌍수 βαπτισθήσοισθον

(너희 둘은) 짚어지겠기를 (바라다)

βαπτισθησοίσθην

(그 둘은) 짚어지겠기를 (바라다)

복수 βαπτισθησοίμεθα

(우리는) 짚어지겠기를 (바라다)

βαπτισθήσοισθε

(너희는) 짚어지겠기를 (바라다)

βαπτισθήσοιντο

(그들은) 짚어지겠기를 (바라다)

부정사 βαπτισθήσεσθαι

짚어질 것

분사 남성여성중성
βαπτισθησομενος

βαπτισθησομενου

βαπτισθησομενη

βαπτισθησομενης

βαπτισθησομενον

βαπτισθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐβάπτιζον

(나는) 짚고 있었다

ἐβάπτιζες

(너는) 짚고 있었다

ἐβάπτιζεν*

(그는) 짚고 있었다

쌍수 ἐβαπτίζετον

(너희 둘은) 짚고 있었다

ἐβαπτιζέτην

(그 둘은) 짚고 있었다

복수 ἐβαπτίζομεν

(우리는) 짚고 있었다

ἐβαπτίζετε

(너희는) 짚고 있었다

ἐβάπτιζον

(그들은) 짚고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐβαπτιζόμην

(나는) 짚어지고 있었다

ἐβαπτίζου

(너는) 짚어지고 있었다

ἐβαπτίζετο

(그는) 짚어지고 있었다

쌍수 ἐβαπτίζεσθον

(너희 둘은) 짚어지고 있었다

ἐβαπτιζέσθην

(그 둘은) 짚어지고 있었다

복수 ἐβαπτιζόμεθα

(우리는) 짚어지고 있었다

ἐβαπτίζεσθε

(너희는) 짚어지고 있었다

ἐβαπτίζοντο

(그들은) 짚어지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐβάπτισα

(나는) 짚었다

ἐβάπτισας

(너는) 짚었다

ἐβάπτισεν*

(그는) 짚었다

쌍수 ἐβαπτίσατον

(너희 둘은) 짚었다

ἐβαπτισάτην

(그 둘은) 짚었다

복수 ἐβαπτίσαμεν

(우리는) 짚었다

ἐβαπτίσατε

(너희는) 짚었다

ἐβάπτισαν

(그들은) 짚었다

접속법단수 βαπτίσω

(나는) 짚었자

βαπτίσῃς

(너는) 짚었자

βαπτίσῃ

(그는) 짚었자

쌍수 βαπτίσητον

(너희 둘은) 짚었자

βαπτίσητον

(그 둘은) 짚었자

복수 βαπτίσωμεν

(우리는) 짚었자

βαπτίσητε

(너희는) 짚었자

βαπτίσωσιν*

(그들은) 짚었자

기원법단수 βαπτίσαιμι

(나는) 짚었기를 (바라다)

βαπτίσαις

(너는) 짚었기를 (바라다)

βαπτίσαι

(그는) 짚었기를 (바라다)

쌍수 βαπτίσαιτον

(너희 둘은) 짚었기를 (바라다)

βαπτισαίτην

(그 둘은) 짚었기를 (바라다)

복수 βαπτίσαιμεν

(우리는) 짚었기를 (바라다)

βαπτίσαιτε

(너희는) 짚었기를 (바라다)

βαπτίσαιεν

(그들은) 짚었기를 (바라다)

명령법단수 βάπτισον

(너는) 짚었어라

βαπτισάτω

(그는) 짚었어라

쌍수 βαπτίσατον

(너희 둘은) 짚었어라

βαπτισάτων

(그 둘은) 짚었어라

복수 βαπτίσατε

(너희는) 짚었어라

βαπτισάντων

(그들은) 짚었어라

부정사 βαπτίσαι

짚었는 것

분사 남성여성중성
βαπτισᾱς

βαπτισαντος

βαπτισᾱσα

βαπτισᾱσης

βαπτισαν

βαπτισαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐβαπτισάμην

(나는) 짚어졌다

ἐβαπτίσω

(너는) 짚어졌다

ἐβαπτίσατο

(그는) 짚어졌다

쌍수 ἐβαπτίσασθον

(너희 둘은) 짚어졌다

ἐβαπτισάσθην

(그 둘은) 짚어졌다

복수 ἐβαπτισάμεθα

(우리는) 짚어졌다

ἐβαπτίσασθε

(너희는) 짚어졌다

ἐβαπτίσαντο

(그들은) 짚어졌다

접속법단수 βαπτίσωμαι

(나는) 짚어졌자

βαπτίσῃ

(너는) 짚어졌자

βαπτίσηται

(그는) 짚어졌자

쌍수 βαπτίσησθον

(너희 둘은) 짚어졌자

βαπτίσησθον

(그 둘은) 짚어졌자

복수 βαπτισώμεθα

(우리는) 짚어졌자

βαπτίσησθε

(너희는) 짚어졌자

βαπτίσωνται

(그들은) 짚어졌자

기원법단수 βαπτισαίμην

(나는) 짚어졌기를 (바라다)

βαπτίσαιο

(너는) 짚어졌기를 (바라다)

βαπτίσαιτο

(그는) 짚어졌기를 (바라다)

쌍수 βαπτίσαισθον

(너희 둘은) 짚어졌기를 (바라다)

βαπτισαίσθην

(그 둘은) 짚어졌기를 (바라다)

복수 βαπτισαίμεθα

(우리는) 짚어졌기를 (바라다)

βαπτίσαισθε

(너희는) 짚어졌기를 (바라다)

βαπτίσαιντο

(그들은) 짚어졌기를 (바라다)

명령법단수 βάπτισαι

(너는) 짚어졌어라

βαπτισάσθω

(그는) 짚어졌어라

쌍수 βαπτίσασθον

(너희 둘은) 짚어졌어라

βαπτισάσθων

(그 둘은) 짚어졌어라

복수 βαπτίσασθε

(너희는) 짚어졌어라

βαπτισάσθων

(그들은) 짚어졌어라

부정사 βαπτίσεσθαι

짚어졌는 것

분사 남성여성중성
βαπτισαμενος

βαπτισαμενου

βαπτισαμενη

βαπτισαμενης

βαπτισαμενον

βαπτισαμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐβαπτίσθην

(나는) 짚어졌다

ἐβαπτίσθης

(너는) 짚어졌다

ἐβαπτίσθη

(그는) 짚어졌다

쌍수 ἐβαπτίσθητον

(너희 둘은) 짚어졌다

ἐβαπτισθήτην

(그 둘은) 짚어졌다

복수 ἐβαπτίσθημεν

(우리는) 짚어졌다

ἐβαπτίσθητε

(너희는) 짚어졌다

ἐβαπτίσθησαν

(그들은) 짚어졌다

접속법단수 βαπτίσθω

(나는) 짚어졌자

βαπτίσθῃς

(너는) 짚어졌자

βαπτίσθῃ

(그는) 짚어졌자

쌍수 βαπτίσθητον

(너희 둘은) 짚어졌자

βαπτίσθητον

(그 둘은) 짚어졌자

복수 βαπτίσθωμεν

(우리는) 짚어졌자

βαπτίσθητε

(너희는) 짚어졌자

βαπτίσθωσιν*

(그들은) 짚어졌자

기원법단수 βαπτισθείην

(나는) 짚어졌기를 (바라다)

βαπτισθείης

(너는) 짚어졌기를 (바라다)

βαπτισθείη

(그는) 짚어졌기를 (바라다)

쌍수 βαπτισθείητον

(너희 둘은) 짚어졌기를 (바라다)

βαπτισθειήτην

(그 둘은) 짚어졌기를 (바라다)

복수 βαπτισθείημεν

(우리는) 짚어졌기를 (바라다)

βαπτισθείητε

(너희는) 짚어졌기를 (바라다)

βαπτισθείησαν

(그들은) 짚어졌기를 (바라다)

명령법단수 βαπτίσθητι

(너는) 짚어졌어라

βαπτισθήτω

(그는) 짚어졌어라

쌍수 βαπτίσθητον

(너희 둘은) 짚어졌어라

βαπτισθήτων

(그 둘은) 짚어졌어라

복수 βαπτίσθητε

(너희는) 짚어졌어라

βαπτισθέντων

(그들은) 짚어졌어라

부정사 βαπτισθῆναι

짚어졌는 것

분사 남성여성중성
βαπτισθεις

βαπτισθεντος

βαπτισθεισα

βαπτισθεισης

βαπτισθεν

βαπτισθεντος

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τὰσ μὲν ἀλλήλαισ τῶν νεῶν αὐτόθι συνήραξεν, τὰσ δὲ πρὸσ ταῖσ πέτραισ, πολλὰσ δὲ πρὸσ ἀντίον κῦμα βιαζομένασ εἰσ τὸ πέλαγοσ, τόν τε γὰρ αἰγιαλὸν ὄντα πετρώδη καὶ τοὺσ ἐπ’ αὐτοῦ πολεμίουσ ἐδεδοίκεσαν, μετέωροσ ὑπεραρθεὶσ ὁ κλύδων ἐβάπτιζεν. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 505:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 505:1)

  • Μετὰ ταῦτα ἦλθεν ὁ Ιἠσοῦσ καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἰσ τὴν Ιοὐδαίαν γῆν, καὶ ἐκεῖ διέτριβεν μετ’ αὐτῶν καὶ ἐβάπτιζεν. (, chapter 1 109:1)

    (, chapter 1 109:1)

유의어

  1. 짚다

  2. 가라앉다

  3. 적시다

  4. 날려버리다

    • βάπτω (무자맥질하다, 짚다, 물에 잠기게 하다)
  5. 목욕하다

  6. I draw water

  7. I perform ablutions

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION