Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀ̄θάνατος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀ̄θάνατος ἀ̄θάνατος ἀ̄θάνατον

Structure: ἀ (Prefix) + ̄θανατ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a_q- always in the adj. and all derivs., v. A a, fin.

Sense

  1. undying, immortal
  2. everlasting, perpetual
  3. maintained at a constant figure

Examples

  • ὁ δὲ Δάρδανοσ ἐκ Διὸσ ἠε͂ν, ᾧ καὶ ἀπ’ Οὐλύμποιο θεοὶ ξυνήονεσ ἀνδρῶν πολλάκι θητεύουσι καὶ ἀθάνατοί περ ἐόντεσ· (Colluthus, Rape of Helen, book 1138)
  • "^ πεπείκασι γὰρ αὑτοὺσ οἱ κακοδαίμονεσ τὸ μὲν ὅλον ἀθάνατοι ἔσεσθαι καὶ βιώσεσθαι τὸν ἀεὶ χρόνον, παρ’ ὃ καὶ καταφρονοῦσιν τοῦ θανάτου καὶ ἑκόντεσ αὑτοὺσ ἐπιδιδόασιν οἱ πολλοί. (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 9:21)
  • Βοιωτὸσ ἀνὴρ τᾷδε φών[ησεν, γλυκειᾶν Ἡσίοδοσ πρόπολοσ Μουσᾶν, ὃν < ἂν > ἀθάνατοι τι[μῶσι, τούτῳ καὶ βροτῶν φήμαν ἕπ[εσθαι. (Bacchylides, , epinicians, ode 5 15:1)
  • Νίκα [γλυκύδωρε, μεγίσταν σοὶ πατ[ὴρ ὤπασσε τιμὰν ὑψίζυγ[οσ Οὐρανιδᾶν ἐν πολυχρύσῳ δ’ Ὀλύμπῳ Ζηνὶ παρισταμένα κρίνεισ τέλοσ ἀθανάτοι‐ σίν τε καὶ θνατοῖσ ἀρετᾶσ. (Bacchylides, , epinicians, ode 11 1:1)
  • χρύσεον μὲν πρώτιστα γένοσ μερόπων ἀνθρώπων ἀθάνατοι ποίησαν Ὀλύμπια δώματ’ ἔχοντεσ. (Hesiod, Works and Days, Book WD 16:1)

Synonyms

  1. everlasting

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION