ἀποκαλέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀποκαλέω
Structure:
ἀπο
(Prefix)
+
καλέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to call back, recall
- to call away or aside
- to call, a name, to stigmatise as
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἐπειδὰν ἀφεθῶσιν, εὐθὺσ ἀναζητούσασ τὸ ἴχνοσ, καὶ οὐδ̓ εἰ πάντεσ ἀποκαλοῖεν, οὐκ ἄν ποτε τοῦτο ἀπολειπούσασ, οὐδ̓ εἰ πολλαὶ μὲν φωναὶ πανταχόθεν φέροιντο, πολλαὶ δὲ ὀσμαὶ ἀπό τε τῶν καρπῶν καὶ ἀνθῶν ἐμπλέκοιντο, πολὺ δὲ πλῆθοσ ἀνθρώπων τε καὶ ἄλλων ζῴων φαίνοιτο καὶ ἴχνη τὰ μὲν ἵππων, τὰ δὲ βοῶν, τὰ δὲ προβάτων ‐ οὐδὲν οὔτε ὁρᾷ τούτων οὔτε αἰσθάνεται αὐτῶν οὐδενόσ, ἀλλὰ ἐκεῖνο πανταχόθεν ἐκλέγει τὸ ἴχνοσ κἀκείνῳ ἕπεται, μέχρισ ἂν εὑρ́ῃ τε καὶ ἀναστήσῃ τὸν λαγών, καὶ μετὰ ταῦτα κατέχει διώκουσα, δἰ ὁποίων ἄν ποτε ἰῄ χωρίων, καὶ οὔτε πεδίον οὔτε ὄροσ οὔτε τὰ λίαν τραχέα οὔτε χαράδρα ἢ ῥεῦμα ἀποκωλύει αὐτήν, πολλούσ τινασ δρόμουσ τοῦ λαγὼ θέοντοσ καὶ πειρωμένου ἐξαπατᾶν· (Dio, Chrysostom, Orationes, 26:1)
Synonyms
-
to call back
- ἀνακαλέω (to call back, recall, from)
- μετακαλέω (to call away to another place, to call back, recall)
-
to call away or aside
-
to call
- λέγω (to tell)
- προσαγορεύω (to call by name, call)
- προσερέω (to call or name)
- προσφθέγγομαι (to call by a name, call)
- προσφωνέω (to call by name)
- κλῄζω (to name, call, is)
- λέγω (to call by name, to call)
- ἐξονομάζω (to call by name)
- ἐπιλέγω (to call by name)
- φωνέω (I call by name, call)
- κέλομαι (to call by name, call)
- προσονομάζω (to call by a name, to give, the name)
- προσθροέω (to address, call by a name)
- κικλήσκω (to name, call by name, there is)
- αὐδάω (to call by name, call, reported of)
- ὀνομαίνω (to name or call by name, to name, repeat)
Derived
- ἀνακαλέω (to call up the dead, to call again and again, to invoke)
- ἐκκαλέω (to call out or forth, summon forth, to call out to oneself)
- ἐπικαλέω (to call upon a god, invoke, to invite)
- καλέω (I call, summon, I invite)
- κατακαλέω (to call down, summon, invite)
- μετακαλέω (to call away to another place, to call back, recall)
- παρακαλέω (I appeal, I urge, I exhort)
- προκαλέω (to call forth, to call out to fight, challenge)
- προσκαλέω (to call to, call on, summon)
- προσπαρακαλέω (to call in besides, invite, to exhort besides)
- συγκαλέω (to call to council, convoke, convene)