헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνάπαυσις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀνάπαυσις

형태분석: ἀναπαυσι (어간) + ς (어미)

어원: a)napau/w

  1. 휴식, 휴양, 휴게, 정적, 고요
  1. repose, rest, relaxation, recreation
  2. rest from

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀνάπαυσις

휴식이

ἀναπαύσει

휴식들이

ἀναπαύσεις

휴식들이

속격 ἀναπαύσεως

휴식의

ἀναπαύσοιν

휴식들의

ἀναπαύσεων

휴식들의

여격 ἀναπαύσει

휴식에게

ἀναπαύσοιν

휴식들에게

ἀναπαύσεσιν*

휴식들에게

대격 ἀνάπαυσιν

휴식을

ἀναπαύσει

휴식들을

ἀναπαύσεις

휴식들을

호격 ἀνάπαυσι

휴식아

ἀναπαύσει

휴식들아

ἀναπαύσεις

휴식들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὥσπερ Διονύσιόν τισ ἔπεισε κάλλιστον ἐντάφιον ἡγεῖσθαι τὴν τυραννίδα, κάλλιστον αὐτὸσ ἐγγήραμα τὴν πολιτείαν ποιησάμενοσ ἀναπαύσεσιν ἐχρῆτο καὶ παιδιαῖσ, ὁπότε σχολάζοι, τῷ συντάττεσθαι βιβλία καὶ τῷ γεωργεῖν. (Plutarch, Marcus Cato, chapter 24 8:1)

    (플루타르코스, Marcus Cato, chapter 24 8:1)

  • τοῖσ γὰρ φάσκουσι λυπῶν εἶναι παῦλαν πάσασ τὰσ ἡδονὰσ οὐ πάνυ πωσ πείθομαι, ἀλλ’ ὅπερ εἶπον, μάρτυσι καταχρῶμαι πρὸσ τὸ τινὰσ ἡδονὰσ εἶναι δοκούσασ, οὔσασ δ’ οὐδαμῶσ, καὶ μεγάλασ ἑτέρασ τινὰσ ἅμα καὶ πολλὰσ φαντασθείσασ, εἶναι δ’ αὐτὰσ συμπεφυρμένασ ὁμοῦ λύπαισ τε καὶ ἀναπαύσεσιν ὀδυνῶν τῶν μεγίστων περί τε σώματοσ καὶ ψυχῆσ ἀπορίασ. (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 242:3)

    (플라톤, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 242:3)

유의어

  1. 휴식

  2. rest from

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION