Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄληπτος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἄληπτος ἄληπτη ἄληπτον

Structure: ἀ (Prefix) + ληπτ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. not to be laid hold of, hard to catch, less amenable
  2. incomprehensible

Examples

  • "ἄνδρεσ σύμμαχοι, τὴν ἐπιμονὴν ἀνυσιμωτέραν τῆσ βίασ οὖσαν, καὶ πολλὰ τῶν ἁθρόωσ ἀλήπτων ἐνδιδόντα τῷ κατὰ μικρόν. (Plutarch, Sertorius, chapter 16 4:1)
  • τῶν οὖν βαρβάρων, ὁσάκισ φόβῳ πολέμου καταδύντεσ εἰσ τὰ σπήλαια καὶ τὴν λείαν εἴσω συναγαγόντεσ ἀτρεμοῖεν, ὄντων ἀλήπτων ὑπὸ βίασ, τόν δὲ Σερτώριον τότε διακεκριμένον ἀπὸ τοῦ Μετέλλου καὶ καταστρατοπεδεύσαντα παρὰ τόν λόφον ὑπερφρονούντων ὡσ κεκρατημένον, εἴτε ὑπ’ ὀργῆσ ἐκεῖνοσ εἴτε μὴ δοκεῖν φεύγειν βουλόμενοσ ἅμ’ ἡμέρᾳ προσελάσασ κατεσκέπτετο τόν τόπον. (Plutarch, Sertorius, chapter 17 2:1)

Synonyms

  1. incomprehensible

Related

Derived

  • ληπτός (to be apprehended, , to be apprehended by the senses)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION